Παρασκευή 27 Μαΐου 2011

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΑΠΟ ΟΡΓΑΝΟΠΟΙΟ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΑΠΟ ΟΡΓΑΝΟΠΟΙΟ: ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙΟΥ

Η έρευνα που έγινε είχε ως απώτερο σκοπό τη λήψη κάποιων πληροφοριών όσον αφορά τη διαδικασία κατασκευής μουσικών οργάνων (στη συγκεκριμένη εργασία για το μπουζούκι), το διάλογο, την άμεση επικοινωνία με έναν οργανοποιό ώστε να συζητηθούν κάποια θέματα που αφορούν την καθημερινότητα αλλά και τις δυσκολίες που έχει το συγκεκριμένο επάγγελμα. Καταρχήν, χρειάστηκε να βρεθούν οι βιβλιογραφικές πηγές που υπάρχουν για το συγκεκριμένο θέμα, κατόπιν η εύρεση για οργανοποιό του συγκεκριμένου είδους οργάνου και τέλος ο διάλογος μαζί του. Έτσι γίνεται μια σύγκριση μεταξύ των πληροφοριών που λάβαμε μέσα απ’ τη βιβλιογραφία και των πληροφοριών που λάβαμε μέσα από τη συνέντευξή μας με τον οργανοποιό. Οι ερωτήσεις που έπρεπε να απαντηθούν από τον οργανοποιό αφορούσαν κάποια βασικά προσωπικά του στοιχεία (όνομα, επίθετο κτλ), θέματα ή δυσκολίες της δουλειάς του (τι είδους κόλλες χρησιμοποιεί, πού βρίσκει τα ξύλα για την κατασκευή του οργάνου κ.α.), ολοκληρωμένη περιγραφή της διαδικασίας της κατασκευής του οργάνου και οικονομικές απολαβές του συγκεκριμένου επαγγέλματος. Ο οργανοποιός που επιλέχθηκε ονομάζεται Αλέξιος Ρότσκος και εργάζεται στο οργανοποιείο «Ξύλο και Ήχος» στην Κάτω Τούμπα. Ο συγκεκριμένος επιλέχτηκε λόγω της ιδιότητάς του ως κατασκευαστής των εγχόρδων οργάνων γενικότερα, κυρίως παραδοσιακών. Το όργανο που επέλεξα για να μάθω τα μυστικά της κατασκευής του είναι το μπουζούκι διότι αναφέρθηκε από τον ίδιο τον οργανοποιό ότι η ζήτηση του συγκεκριμένου οργάνου τα τελευταία χρόνια συνεχώς αυξάνεται.
Η αναζήτηση για βιβλιογραφικές – οργανολογικές πηγές δεν ήταν εύκολη καθώς έχουμε ελάχιστους ερευνητές που ασχολήθηκαν με το μπουζούκι ιστορικά και πολιτισμικά, πόσο μάλλον με την κατασκευή του. Η πιο «δημοφιλής» βιβλιογραφική αναφορά στο μπουζούκι είναι αυτή του Φοίβου Ανωγειανάκη στο βιβλίο «Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα». Αφού αναφέρει ότι το μπουζούκι και ο μπαγλαμάς είναι τα σημερινά δημοφιλή είδη ταμπουράδων, προχωράει σε μια ανατομική περιγραφή του οργάνου: «Το σημερινό μπουζούκι έχει σκάφη με ντούγες και καπάκι με μεγάλη τρύπα για τον ήχο, χέρι «σπασμένο» προς τα πίσω στο επάνω μέρος, με κεφαλή και κλειδιά όπως του μαντολίνου και μόνιμα τάστα (όχι κινητούς μπερντέδες). Είναι τρίχορδο ή τετράχορδο» (Ανωγειανάκης 1976: 208). Για τη σχέση ταμπουρά – μπουζουκιού ανατρέχουμε και στο βιβλίο του Σταύρου Καρακάση «Ελληνικά μουσικά όργανα»: «Το μπουζούκι ήταν σε χρήση από τον ελληνικό λαό από αιώνες και ανήκει στην οικογένεια των ταμπουράδων, των οποίων είναι μία παραλλαγή»(Καρακάσης 1970: 161). Εύλογο λοιπόν είναι το συμπέρασμα ότι το μπουζούκι σαν όργανο είναι μια εξέλιξη, μια παραλλαγή του ταμπουρά (όνομα που προέρχεται πιθανόν από την αρχαιοελληνική λέξη «πανδούρα»). Μια γενική αναφορά στη εξωτερική περιγραφή του ταμπουρά (η οποία όμως μας βοηθά να κάνουμε μια σύγκριση με την παραπάνω περιγραφή του μπουζουκιού) είναι αυτή του Νίκου Γράψα στο βιβλίο: « Ταμπουράς, μέθοδος διδασκαλίας» όπου και διαβάζουμε το εξής: «Το ιδιαίτερο στοιχείο που ξεχωρίζει τον ταμπουρά από τα υπόλοιπα όργανα της οικογένειας είναι η χρήση «κινητού» μικρού καβαλάρη στον οποίο ακουμπούν οι χορδές. Την ιδιαιτερότητα αυτή της οικογένειας του ταμπουρά αναγνωρίζει και η επιστήμη της οργανολογίας, διαχωρίζοντας την έτσι στις ταξινομήσεις της από τα λαούτα κάθε είδους και προέλευσης.§ Ειδικότερα, όταν μιλούμε για ταμπουρά, έχουμε στο νου μας ένα τρίχορδο, κατά συντριπτική πλειοψηφία, όργανο με αχλαδόσχημο ηχείο, μακρύ και στενό χέρι με κινητούς, συνήθως, μπερντέδες που παίζεται ως επί το πλείστον με πένα» (Γράψας 2007: 11). Σε αυτήν τη σύγκριση ανατομίας ταμπουρά – μπουζουκιού δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε και το απόσπασμα του Ross Daly απ’ το βιβλίο του «Παραδοσιακά μουσικά όργανα» του κεφαλαίου «Ταμπουράδες»: «Το πολύ γνωστό στην Ελλάδα μπουζούκι ανήκει σ’ αυτή την οικογένεια οργάνων (εννοεί αυτή του ταμπουρά), αλλά η δική του ονομασία προέρχεται απ’ τη λέξη μπουζούκ, που σημαίνει σπασμένο ή επίσης αυτό που έχει διαιρεθεί. Σε αυτήν την περίπτωση αναφέρεται στο σκάφος του οργάνου που έχει φτιαχτεί από πολλές ντούγιες, αντί να είναι ένα κομμάτι σκαμμένου ξύλου όπως είναι τα περισσότερα όργανα αυτού του είδους» (Daly 1994: 12).
Πλήρη περιγραφή της διαδικασίας κατασκευής του μπουζουκιού δεν βρέθηκε σε κάποια γνωστή βιβλιογραφία. Παρόλα αυτά, το αισιόδοξο είναι ότι μετά από μεγάλη έρευνα βιβλιογραφίας πάνω στο συγκεκριμένο θέμα, βρέθηκε στα χέρια μου η διπλωματική εργασία της Τσούτσου Ελευθερίας, αποφοίτου της Σχολής Καλών Τεχνών του Τμήματος Μουσικών Σπουδών (1992), με τίτλο: «Οι κατασκευαστές φλογέρας και λαουτοειδών μουσικών οργάνων στην περιοχή Λάρισας». Μέσα βρήκα (επιτέλους) μια πλήρη περιγραφή κατασκευής του μπουζουκιού και του λαούτου. Η απόφοιτος με βάση τις πληροφορίες των αδερφών Παπαναστασίου, γνωστών οργανοποιών της Λάρισας, καταφέρνει να μας δώσει μια πολύ συγκεκριμένη εικόνα για το πώς κατασκευάζονται τα μπουζούκια και γενικότερα τα λαουτοειδή όργανα. Η συγκεκριμένη διπλωματική εργασία βοήθησε επίσης στη σύγκριση μεταξύ τεχνικής των οργανοποιών όσον αφορά τη κατασκευή του συγκεκριμένου οργάνου. Η περιγραφή της κατασκευής του μπουζουκιού βρίσκεται στη σελίδα 110 της διπλωματικής αυτής εργασίας στο κεφάλαιο 6.1.3.: «Μέθοδος κατασκευής μπουζουκιού αδερφών Παπαναστασίου».
Ο οργανοποιός Αλέξιος Ρότσκος απ’ τον οποίο πάρθηκε η παρακάτω συνέντευξη δεν ήταν δύσκολος στην προσέγγισή του. Απ’ την αρχή ήταν πολύ φιλικός και έδειξε ενδιαφέρον για τη συγκεκριμένη εργασία. Η δυσκολία στη διεκπεραίωση της έρευνας ήταν ο περιορισμένος του χρόνος. Έτσι αναγκάστηκε να αναβάλλει τη συνέντευξη κάποιες φορές. Όμως γενικότερα προσπαθούσε να δημιουργήσει ένα κλίμα εμπιστοσύνης. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης γρήγορα υπήρξε οικειότητα. Παρόλο που φάνηκε διστακτικός σε κάποιες ερωτήσεις, ίσως επειδή του φάνηκαν κάπως προσωπικές, γενικότερα ήταν πολύ συνεργάσιμος, ευγενικός, μιλούσε με αγάπη για τη δουλειά του και τις δυσκολίες της και φρόντιζε να είναι όσο πιο λεπτομερής γίνεται. Μέσα από τη συνέντευξη κατάλαβα ότι μιλούσα με έναν άνθρωπο που έκανε τη δουλειά του με μεράκι. Η οργανοποιεία ως θέμα, μπορεί να φαίνεται βαρετό στο ευρύ κοινό, αλλά μέσα από τη συνομιλία με έναν άνθρωπο που είναι αυτό το επάγγελμά του (ένα επάγγελμα μάλιστα που τείνει να εξαφανιστεί), γίνεται πολύ ενδιαφέρον και τότε συνειδητοποιείται το γεγονός ότι η οργανοποιεία αποτελεί ένα μικρό αλλά σημαντικό και αναπόσπαστο μέρος της παράδοσής μας. Δεν θεωρώ ότι θα άλλαζα κάτι στις ερωτήσεις ή στην συμπεριφορά μου. Τα ερωτήματα της έρευνας απαντήθηκαν. Θεωρώ ότι αν υπήρχε ο χρόνος θα έπρεπε ίσως να γίνει μια ακόμη πιο εκτενέστερη έρευνα όσον αφορά την κατασκευή μουσικών οργάνων γενικότερα, όχι μόνο αυτή του μπουζουκιού καθώς το θέμα στην πορεία κατάφερε να γίνεται όλο και πιο ενδιαφέρον.
Ακολουθεί η συνέντευξη του κατασκευαστή εγχόρδων μουσικών οργάνων Αλέξιου Ρότσκου, του οργανοποιείου «Ξύλο και ήχος» (Μικράς Ασίας 25, Κάτω Τούμπα) με έμφαση στην κατασκευή του μπουζουκιού.
  

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΡΓΑΝΟΠΟΙΟ ΑΛΕΞΙΟ ΡΟΤΣΚΟ

-          Καταρχήν πείτε μας λίγα πράγματα για τον εαυτό σας.
-          Ονομάζομαι Αλέξιος Ρότσκος, έχω γεννηθεί το 1973 στη Θεσσαλονίκη, αλλά η καταγωγή μου είναι από Κοζάνη.
-          Σας προσφωνουν με κάποιο παρατσούκλι λόγω του επαγγέλματός σας;
-          Όχι, όχι.
-          Πού μένετε;
-          Κάτω Τούμπα. Γέννημα θρέμμα εδώ στην Τούμπα.
-          Η παρούσα οικογενειακή σας κατάσταση; Χωρίς να θέλω να φανώ αδιάκριτος.
-          Είμαι παντρεμένος και έχω ένα παιδάκι.
-          Έχετε τελειώσει κάποια σχολή;
-          ΟΑΕΔ τελείωσα ως τορναδόρος – μηχανοτεχνίτης και μετά το στρατό ασχολήθηκα με την κατασκευή (εννοεί οργάνων)
-          Είναι το κύριο επάγγελμά σας αυτό;
-          Ναι, ναι από αυτό ζω.
-          Εσείς ασχολείστε με τη μουσική γενικά; Τραγουδάτε, παίζετε κάποιο όργανο;
-          Τραγουδάω ερασιτεχνικά. Και από όργανα παίζω μπουζούκι και λίγο κιθάρα.
-          Το γεγονός ότι παίζετε αυτά τα όργανα σας βοηθάει με κάποιο τρόπο στην κατασκευή των οργάνων;
-          Πιστεύω ότι είναι απαραίτητο κάποιος που κατασκευάζει να παίζει. Όχι απαραίτητα να είναι βιρτουόζος παίχτης, αλλά να μπορεί να ακούει σωστά. Αν δεν μπορείς να ακούσεις το όργανο δεν μπορείς ποτέ να είσαι σίγουρος για το αποτέλεσμά του. Πρέπει μόνος σου να μπορείς να κρίνεις το αποτέλεσμα ώστε να μπορείς και να βελτιώσεις αν πρέπει αυτό που έχεις κάνει.
-          Σωστό αυτό. Τι όργανα φτιάχνετε;
-          Βασικότερα στο μπουζούκι προσπαθούμε να εξειδικευτούμε κι από ‘κει και πέρα όλα τα παραδοσιακά τα έγχορδα: ούτια, λαούτα, λύρες, κιθάρες (και ακουστική και κλασική) κ.α.
-          Υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος προτίμησης για τα παραδοσιακά έγχορδα;
-          Κάθε κατασκευή είτε για κάποιο έγχορδο είτε για κάποιο πνευστό είτε για κάποιο κρουστό έχει μια ιδιαίτερη τεχνική. Κάθε τομέας έχει τη δική του φιλοσοφία. Π. χ. όλα τα κρουστά γίνονται με κάποια συγκεκριμένη διαδικασία.
-          Την συγκεκριμένη τέχνη πώς τη μάθατε;
-          Πήγα σε έναν τεχνίτη, το Γιάννη τον Αλεξανδρή για εννιά μήνες, κάθισα δίπλα του, δουλέψαμε μαζί και από ‘κει και πέρα ξεκίνησα μόνος μου να ασχολούμαι. Αυτός βρίσκεται ακόμα στην Τούμπα, οδό Νικομηδείας.
-          Υπάρχει ή υπήρχε κάποιος στην οικογενείας που κατασκευάζει ή κατασκεύαζε μουσικά όργανα;
-          Όχι, όχι πρώτος εγώ ξεκίνησα.
-          Υπήρχαν τότε όταν ξεκινήσατε και τώρα άλλοι οργανοποιοί εδώ στην περιοχή;
-          Κοίτα ο πρώτος οργανοποιός στη Θεσσαλονίκη που ζει ακόμα είναι ο Δεκαβάλας.
-          Έχει τύχει να φτιάξετε ένα όργανο, π.χ. ένα μπουζούκι πού να σας άρεσε πολύ και τελικά να το κρατήσατε για εσάς;
-          Εγώ είμαι τσαγκάρης χωρίς παπούτσια, δεν έχω δικό μου μπουζούκι (γέλια).
-          Μάλιστα. Επειδή καταλαβαίνω ότι το μπουζούκι είναι η εξειδίκευση σας θέλετε να μου πείτε από ποια μέρη αποτελείται το μπουζούκι σαν όργανο;
-          Ξεκινάμε από πάνω, απ’ την κεφαλή του οργάνου, το κεφαλάρι όπως την λένε παραδοσιακά οι τεχνίτες, εκεί που δένουν τα κλειδιά του οργάνου δηλαδή, εκεί που τοποθετούνται οι χορδές. Στη συνέχεια έχουμε το βραχίονα ή μανίκι το οποίο κατασκευάζεται από φλαμπούρι ως επί το πλείστον ή κάποιο άλλο σκληρό ξύλο. Μετά έχουμε το ηχείο του οργάνου που εμείς το λέμε σκάφος βέβαια, το οποίο φτιάχνεται και από ελληνικά ξύλα όπως καρυδιά, σφενδάμι, κερασιά, αχλαδιά, λεμονιά και κατασκευάζεται και από αφρικάνικα ξύλα όπως έβενο, παλίσανδρο.
-          Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στην ταστιέρα και το μανίκι;
-          Η ταστιέρα είναι εκεί που καρφώνουμε τα τάστα, το επάνω μέρος του οργάνου που πατάν τα δάχτυλα του παίχτη. Είναι μια φλούδα ξύλου γύρω στα 5 - 7 χιλιοστά και εκεί μπαίνει και η διακόσμηση του οργάνου. Το μανίκι είναι το πίσω μέρος, εκεί που στηρίζεται και το κεφαλάρι. Η ταστιέρα είναι που τοποθετείται τελευταία, προτελευταίο το καπάκι και μετά η ταστιέρα. Το καπάκι είναι από έλατο ή κέδρο.
-          Τα ξύλα που χρησιμοποιείται πού τα βρίσκετε;
-          Τα κλέβω (γέλια)! Τα ξύλα τα βρίσκουμε από διάφορες μάντρες, από εμπόρους δηλαδή αλλά παραγγέλνουμε και από το ίντερνετ ξύλα που είναι δυσεύρετα στην αγορά και πολλά ξύλα μου τα φέρνουν και φίλοι. Κάποιος φίλος κόβει ας πούμε ένα δέντρο απ’ το χωράφι του και μου λέει «χρησιμοποίησέ το!». Αυτά συνήθως είναι και τα καλύτερα.
-          Σε τι ποσότητες αγοράζετε ξύλα και κάθε πότε; Π.χ. μια φορά τη βδομάδα, το μήνα;
-          Δεν αγοράζουμε έτσι ξύλα. Όταν είναι να ψωνίσω ξύλα, παίρνω μια τέτοια ποσότητα ώστε να χρειαστεί να γίνει η αφύγρανσή της η οποία κρατάει από πέντε μέχρι δέκα χρόνια οπότε πρέπει να έχεις παρακαταθήκη ξύλων. Έχω ξύλα από τότε που ξεκίνησα να ασχολούμαι τα οποία τότε ήταν ήδη δεκαετίας. Έχω δηλαδή ξύλα που είναι και πενήντα χρονών. Κι αυτά είναι με φυσική ξήρανση, που είναι και η καλύτερη, όχι αυτή του φούρνου.
-          Ας προχωρήσουμε τώρα στην περιγραφή της κατασκευής του μπουζουκιού. Ποια μέρη φτιάχνονται πρώτα, τι εργαλεία χρησιμοποιείται κτλ. Όλα τα στάδια κατασκευής του οργάνου.
-          Πρώτο πράγμα που χρειάζεται για την κατασκευή του οργάνου είναι να το σχεδιάσεις. Η διαδικασία είναι να φτιαχτεί το μανίκι πρώτα, να κοπούν τα ξύλα κτλ. Από μαδέρια που είναι τα ξύλα τα σχίζουμε στις διαστάσεις που θέλουμε να ενωθούνε το ένα με το άλλο σύμφωνα με τα «νερά» τους πάντα διότι αυτά πρέπει να έχουν κάποια συγκεκριμένη κλίση για να έχουν και την ανάλογη αντίσταση στις στάσεις των χορδών. Ο στόχος στην καλή κατασκευή ενός μουσικού οργάνου είναι να έχει το μέγιστο μηχανικό αποτέλεσμα, δηλαδή τη μεγαλύτερη αντοχή με το χαμηλότερο βάρος. Τα καλύτερα μουσικά όργανα είναι και πολύ ελαφριά.
-          Το μανίκι με τι εργαλεία το φέρνουμε στις διαστάσεις που θέλουμε;
-          Με ξυλουργικά εργαλεία. Με πριονοκορδέλα. Πλανιάρουμε το ξύλο. Αυτή είναι και η πρώτη κατεργασία στην ουσία. Η κοπή του ξύλου από μαδέρι και το πλάνιασμα για να ‘ρθει στο πάχος που θέλουμε για να γίνει η συγκόλληση. Μετά το μανίκι δουλεύουμε πάνω σε ένα καλούπι, πάνω στο οποίο έχουμε κόψει φλούδες ξύλου, αυτό που θα κάνουμε το ηχείο μας, και αυτό είναι σε πάχος γύρω στα 2,5 με 3 χιλιοστά. Αυτό λυγίζεται με ατμό και φορμάρεται πάνω εκεί στο καλούπι και κολλιέται όλο με ψαρόκολλα.
-          Δηλαδή μετά το μανίκι πάμε στο ηχείο. Στη συνέχεια;
-          Μετά κόβουμε το κεφαλάρι επάνω που είναι τα κλειδιά, το κατεργαζόμαστε. Αυτό κόβεται στην κορδέλα και στην πλάνη και μετά αφαιρούνται τα εσωτερικά σημεία όπου και θα μπουν τα κλειδιά και τοποθετείται μετά όλο πάνω στο μανίκι. Το μανίκι φτιάχνεται μαζί με το κεφαλάρι σχεδόν. Τελειώνει το μανίκι, τελειώνει το κεφαλάρι, κολλιούνται και αυτό γίνεται ένα σώμα μετά.
Μετά ασχολούμαστε με το σκάφος. Το δένουμε με κάποιες κορδέλες για να έχει περισσότερη αντοχή, ενισχύεται εσωτερικά δηλαδή και μετά γίνεται το δέσιμο του μανικιού με το σκάφος, το «θέλιασμα» που λέγανε οι παλιοί.
-          Έχουμε φτιάξει τώρα μανίκι, κεφαλάρι και σκάφος. Μετά;
-          Μένει το καπάκι. Το καπάκι είναι από δύο κομμάτια ξύλου, τα οποία είναι αντικριστά το ένα με τ’ άλλο, συγκολλούνται αυτά με κόλλα μεταξύ τους και φτιάχνουν ένα μεγάλο φαρδύ καπάκι. Και οι κιθάρες και όλα τα όργανα που έχουν φαρδύ ηχείο γίνονται από μισό – μισό καπάκι. Ο μπαγλαμάς και ο τζουράς ας πούμε γίνονται από μονοκόμματα καπάκια γιατί δεν έχουν τόσο πλάτος. Προτού τοποθετηθεί το καπάκι φτιάχνουμε τη διακόσμηση του από όστρακα, ξύλα, κόκαλα. Μετά το τοποθετούμε πάνω στο σκάφος. Μετά «σκάβουμε» γύρω – γύρω στο περίγραμμα του σκάφους για να τοποθετήσουμε τα φιλέτα, που είναι κι αυτά διακοσμητικά και βοηθάνε στη μουσικότητα του οργάνου. Τοποθετούμε το καπάκι, κολλάμε την ταστιέρα πάνω στο μανίκι αφού την έχουμε χαράξει. Η διακόσμηση της ταστιέρας γίνεται πριν να κολληθεί.
-          Τα τάστα πότε τοποθετούνται;
-          Αφού κολληθεί η ταστιέρα πάνω στο μανίκι και πατάει και πάνω στο σκάφος, τότε στρώνουμε την ταστιέρα μας να γίνει ευθεία με τη γυαλοχαρτιέρα μας και τότε ξεκινάμε να περνάμε τάστα. Τα τάστα μπαίνουνε καρφωτά με σφυρί και κοφτάκι.
-          Πώς μετράτε την απόσταση μεταξύ των τάστων;
-          Η κλίμακα είναι βασισμένη πάνω στο πυθαγόρειο θεώρημα. Το μήκος χορδής είναι που καθορίζει το μέγεθος των τάστων. Είναι παγκόσμιος κανόνας αυτό. Δεν έχει βρεθεί κάποιος να το αναιρέσει αυτό. Μετά τα τάστα έχουμε τα φινιρίσματα του οργάνου. Πρέπει σε κάποια σημεία να στοκαριστεί, να το περάσουμε τρία διαφορετικά χέρια γυαλόχαρτο, από χοντρό, μεσαίο και πιο λεπτό, και αφού γίνει όλο το τρίψιμο του οργάνου, τότε ξεκινάμε να κάνουμε τα βερνίκια μας. Τα βερνίκια είναι συνήθως έξι με οκτώ χέρια. Και ανάμεσα σε κάθε δυο χέρια περνάει πάλι γυαλόχαρτο. Βερνίκι μπαίνει παντού εκτός από το εσωτερικό μέρος.
-          Ποιος είναι ακριβώς ο ρόλος του βερνικιού;
-          Το βερνίκι έχει τρεις ρόλους. Ο ένας είναι η προστασία του οργάνου από την υγρασία και τις καιρικές συνθήκες (κρύο, ζέστη κτλ). Ο δεύτερος ρόλος του βερνικιού είναι ότι ζωντανεύει το όργανο και τέλος βοηθάει και στον ήχο του οργάνου πάρα πολύ. Το βερνίκι ας πούμε ότι είναι μια μεμβράνη που σταθεροποιεί το όργανο, προστατεύει το ξύλο και το βοηθάει να έχει μια πιο σταθερή ηχητική απόδοση.
-          Στη διάρκεια ζωής του μπουζουκιού θα χρειαστεί να ξαναπεραστεί βερνίκι;
-          Βερνίκια υπάρχουν πολλών ειδών. Το πρώτο βερνίκι που φτιάχτηκε είναι η γομαλάκα όπως το λέμε, η οποία φτιάχνεται από λέπια ψαριών και αραιώνεται με καθαρό οινόπνευμα. Έχει μεγάλη αντοχή αλλά θέλει ένα φρεσκάρισμα κάθε 2 - 3 χρόνια ανάλογα με το πόσο και το πού παίζεται το όργανο. Σήμερα χρησιμοποιούμε βερνίκια που είναι πιο σκληρά και δεν χρειάζεται το όργανο ξανά βαφή. Θα ξαναβαφτεί μόνο αν πάθει κάποια γρατζουνιά ή θέλει κάποια επισκευή. Βέβαια από ότι φαίνεται ξαναγυρνάμε στα παλιά παραδοσιακά βερνίκια σιγά – σιγά τα οποία είναι πιο ευπαθή αλλά είναι πιο καλά στον ήχο.
-          Ποια διαδικασία ακολουθείται μετά το βερνίκωμα;
-          Αφού τελειώσει το βερνίκι, περνάμε κάποιες αλοιφές επάνω με ένα μηχάνημα που λέγεται αλοιφαδώρος ώστε να γυαλιστεί το βερνίκι και να διορθωθούν οτιδήποτε ατέλειες μπορεί να έχουν μείνει από τη βαφή και επόμενη διαδικασία είναι να φτιαχτούν οι καβαλάρηδες του οργάνου, οι οποίοι συνήθως είναι από φυσικό κόκαλο μοσχαρίσιο, να τοποθετηθούν τα κλειδιά επάνω και να μπούνε οι χορδές.
-          Τις χορδές τις τοποθετείτε εσείς;
-          Βέβαια.
-          Έτσι τελειώνει η κατασκευή του οργάνου δηλαδή.
-          Ναι. Όταν μπαίνουν οι χορδές είναι καλό το όργανο να μην παραδίδεται άμεσα στον ιδιοκτήτη αλλά να μένει τουλάχιστον 2 – 3 μήνες στο εργαστήριο γιατί έχει τάσεις πάνω του, περίπου 6 – 7 κιλά η κάθε χορδή καλό είναι να ωριμάζει μες στο εργαστήριο. Για να δημιουργηθεί δηλαδή μια σταθερότητα στο όργανο.
-          Όσον αφορά τις κόλλες τώρα, τι είδους κόλλες χρησιμοποιείτε ή χρησιμοποιούσατε;
-          Οι παλιοί τεχνίτες ξεκινούσαν και τελείωναν όλο το όργανο με ψαρόκολλα. Κόλλα δηλαδή φτιαγμένη από κόκαλα ψαριού.
-          Τις παρασκεύαζαν οι ίδιοι;
-          Υπήρχαν εργοστάσια που έφτιαχναν την ψαρόκολλα. Το υλικό, ας πούμε ότι ήταν σαν μπίλιες, το λιώνανε σε ζεστό νερό και από εκεί και πέρα γινόταν όλη η διαδικασία αρκεί να ήταν φρέσκια η κόλλα. Δηλαδή αυτή η κόλλα αν την ζεστάνεις και την επεξεργαστείς δεν μπορείς να την δουλέψεις παραπάνω από δύο εικοσιτετράωρα. Η ψαρόκολλα έχει πολύ καλές μηχανικές ιδιότητες απλά σήμερα έτσι όπως έχει εξελιχθεί η τεχνολογία έχουν βγει κόλλες που την έχουν ξεπεράσει. Χρειαζόμαστε και πολλών ειδών κόλλες. Θέλουμε κόλλες ελαστικές, κρυσταλλικές, ταχυστέγνωτες ή αργοστέγνωτες, παχύρευστες κ.α. Ανάλογα με τη μηχανική ιδιότητα διαλέγουμε τη κόλλα μας. Σε ένα όργανο χρησιμοποιώ εγώ γύρω στα δεκαπέντε είδη κόλλας. Η κόλλα είναι κάτι που είναι συνέχεια εξελίξιμο. Η ψαρόκολλα είναι αναντικατάστατη όσον αφορά τη κατασκευή του σκάφους. Βοηθάει και τον ήχο στην αναπαραγωγή του και κρατάει μια μικρή υγρασία που την χρειάζεται το όργανο για τον ήχο.
-          Θέλω τώρα να σας ρωτήσω για το στάδιο «δεσίματος» του οργάνου.
-          Κάποιος που ξεκινάει να φτιάξει π.χ. ένα μπουζούκι, αν ασχολείται μόνο με αυτό, μπορεί να το τελειώσει και σε 20 μέρες. Αλλά αυτό δεν είναι σωστό γιατί στην ουσία γίνεται ένας βιασμός του ξύλου. Γι’ αυτό και εγώ δουλεύω πολλά κομμάτια μαζί, 10 - 15 όργανα. Δηλαδή τελειώνουμε το σκάφος ενός οργάνου; Θα προχωρήσουμε στο σκάφος άλλου οργάνου.
-          Όταν  μιλάμε για «δέσιμο» του οργάνου εννοούμε τη σταθεροποίηση των ξύλων μεταξύ τους;
-          Κάπως έτσι. Όταν κατασκευαστεί ένα όργανο και περαστεί με τα βερνίκια του κτλ, ο χρόνος που απαιτείται για να ολοκληρωθεί είναι, όπως έλεγαν οι παλιοί, τέσσερις εποχές, όχι ένας χρόνος προκειμένου να περάσει από όλα τα στάδια της θερμοκρασίας και της υγρασίας. Αυτά επηρεάζουν πολύ ένα όργανο, το όργανο είναι ζωντανός οργανισμός. Η μεγαλύτερη ξήρανση που μπορούμε να πετύχουμε στο ξύλο είναι 8 τοις εκατό, όχι πιο κάτω. Αν πέσει πιο κάτω νεκρώνεται. Κάποια εργοστάσια έχουν δημιουργήσει τεχνητούς τρόπους ωρίμανσης, έχουν δηλαδή κάποιους χώρους κλειστούς όπου έχουν τεχνητή υγρασία, τεχνητή ζέστη κτλ για να δέσει πιο γρήγορα το όργανο. Αλλά φυσικά είναι καλύτερη η φυσική ωρίμανση.
-          Βάφετε κάποια τμήματα του οργάνου εσείς;
-          Εγώ αρχίζω και τελειώνω το όργανο στο εργαστήριο. Και τη διακόσμηση κάνω εγώ. Όσον αφορά τη βαφή, η γομαλάκα γίνεται στο χέρι. Η καλή και σωστή βαφή του οργάνου με γομαλάκα διαρκεί γύρω στους τρεις μήνες. Η γομαλάκα είναι από λέπια ψαριού, το οποίο διαλύεται μέσα σε καθαρό οινόπνευμα, το μίγμα γίνεται ομοιογενές και από εκεί και πέρα η τοποθέτησή του πάνω στο όργανο γίνεται με μία μπάλα από βαμβάκι.
-          Το λούστρο πότε γίνεται;
-          Λούστρο είναι το βερνίκωμα. Εκεί δουλεύουμε με πιστόλι βαφής και τα βερνίκια τα σύγχρονα, των δύο συστατικών. Όταν όμως δουλεύω ένα όργανο υψηλών απαιτήσεων και προδιαγραφών τότε δουλεύω το όργανο με γομαλάκα στο χέρι.
-          Εσείς πόσα όργανα φτιάχνετε περίπου το χρόνο;
-          Δεν μπορώ να σου απαντήσω με βεβαιότητα σε αυτό. Μπορεί να κάνω 30 ή και 50.
-          Και τα πουλάτε όλα αυτά;
-          Δεν είναι όλα παραγγελία. Εγώ προσπαθώ να έχω πάντα στοκ στο μαγαζί. Να μπορεί κάποιος να έρθει και να διαλέξει αυτό που του αρέσει.
-          Επειδή πλέον έχουν βιομηχανοποιηθεί τα πάντα, πόσο συχνά θα έρθει κάποιος να ζητήσει χειροποίητο όργανο;
-          Εγώ ως επί το πλείστον απευθύνομαι σε ανθρώπους οι οποίοι έχουν κάποιο διάστημα που ασχολούνται με τη μουσική σοβαρά. Μπορεί βέβαια να είναι είτε ερασιτέχνες είτε επαγγελματίες. Βέβαια κάποιος που ξεκινάει τώρα να ασχολείται με ένα όργανο δεν μπορεί να διαθέσει χρήματα για ένα χειροποίητο.
-          Όσον αφορά τη διακόσμηση έχετε κάποια αγαπημένα θέματα;
-          Τα περισσότερα είναι από την ελληνική παράδοση, κάποια σαν λουλούδια, κάποια σαν ακροκέραμα. Εμένα επόμενος στόχος μου είναι να βγάλω κάποια θέματα από την αρχαία Ελλάδα, τα οποία έχουν δουλευτεί ελάχιστα στο μπουζούκι.
-          Τα διακοσμητικά υλικά ποια είναι και από πού τα προμηθεύεστε;
-          Διακοσμητικά υλικά είναι το φυσικό το ξύλο εννοείται, τα φυσικά τα όστρακα που εγώ τα παίρνω απ’ το εξωτερικό, το φυσικό το κόκαλο από ζώα.
-          Υπογράφετε τα όργανα που κατασκευάζετε με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο;
-          Με «θετική» γράφω το όνομα μου επάνω στο κεφαλάρι. Η «θετική» είναι η τοποθέτηση σκούρου και ανοιχτόχρωμου ξύλου το ένα πάνω στο άλλο. Και μέσα στο όργανο μπαίνει κολλητή πινακίδα από χαρτί που γράφει και τον αριθμό κατασκευής αλλά επειδή σε επισκευή έχω δει πολλές φορές να ξηλώνουν τις πινακίδες από μέσα βάζω και ένθετα το όνομα μου πάνω. Δεν μπορεί να το ξηλώσει κάποιος από το κεφαλάρι.
-          Πέρα από παραγγελίες, έρχονται σε σας και για επισκευές;
-          Η επισκευή είναι η αρχή της οργανοποιίας. Στις επισκευές μέσα μπορείς να διαπιστώσεις πάρα πολλά προβλήματα τα οποία προκύπτουνε στο χρόνο. Δεν μπορείς να προβλέψεις ένα όργανο καινούριο που έχεις φτιάξει πώς θα είναι σε 30 χρόνια. Οπότε έτσι βλέπεις τα αδύνατα σημεία και βάζεις καλύτερη στήριξη για να έχει καλύτερο αποτέλεσμα μέσα στο χρόνο. Εγώ μέσα από τις επισκευές έμαθα τη δουλειά. Πρέπει να έχω κάνει πάνω από 10000 επισκευές. Η επισκευή ή η ανακατασκευή του οργάνου είναι πιο δύσκολη από την κατασκευή γιατί δεν έχει σειρά. Δεν έχεις ένα σχέδιο που με αυτό θα βαδίσεις. Μπορεί να ξεκινήσεις και να βρεις πράματα μέσα που ούτε καν έχεις φανταστεί.
-          Μάλιστα. Θέλετε να μου πείτε κάποια πράματα για το εργαστήριό σας; Πώς θα το περιγράφατε;
-          Το εργαστήριο καταρχήν έχει όλα τα βασικά εργαλεία ενός ξυλουργείου για τις πρώτες κατεργασίες. Μετά έχω πάρα πολλά μικροεργαλεία χειρός, τα οποία με βοηθάνε πολύ να δουλεύω σωστά, ξεκούραστα και γρήγορα. Τα εργαλεία είναι αναντικατάστατο μέρος της δουλειάς μου. Και έχω και αρχείο από όλα τα όργανα που φτιάχνω για να έχω ένα όσο πιο σταθερό μέτρο γίνεται. Βέβαια, εδώ έχουμε τον αστάθμητο παράγοντα που ονομάζεται ξύλο και το κάθε ένα είναι μοναδικό, έχει τη δική του προσωπικότητα.
-          Μια τελευταία ερώτηση: θεωρείτε τον εαυτό σας φαντάζομαι επαγγελματία οργανοποιό;
-          Από αυτό ζω αλλά δουλεύω σαν ερασιτέχνης. Δεν το κάνω για τα εισοδήματα. Μπορεί μεν να ζω από αυτό αλλά η μεγαλύτερη μου ανταμοιβή είναι όταν πάνε τα όργανα σε παίχτες και τους αγγίζουν την ψυχή τους και λένε μέσα από την καρδιά τους ένα μεγάλο ευχαριστώ.
-          Έχετε ασχοληθεί επαγγελματικά ποτέ ως οργανοπαίχτης;
-          Έπαιζα για 4 – 5 χρόνια επαγγελματικά αλλά μετά έδωσα βάρος στην κατασκευή.
-          Ευχαριστώ πολύ, εγώ αυτά ήθελα να σας ρωτήσω. Θέλετε να συμπληρώσετε εσείς κάτι άλλο;
-          Αυτό που ήθελα να πω είναι ότι αυτό που μετράει για μένα σε οποιονδήποτε κάνει μια τέχνη, όχι μόνο ως οργανοποιός, είναι τα έργα που κάνει ο καθένας μας αντικείμενα τα οποία θα μείνουν και μετά όταν θα φύγουμε εμείς, είναι αντικείμενα τέχνης. Αυτό που λέω πάντα στους πελάτες μου είναι ότι «τα όργανα δεν τα αγοράζετε, τα νοικιάζετε». Έχω πιάσει στα χέρια μου όργανα διακοσίων ετών τα οποία ήτανε άθικτα και έχω δει και όργανα που ήτανε τριών ετών και έμοιαζαν με τριακοσίων, για πέταμα. Αυτά είχα να σας πω. Να ‘σαι καλά. Καλή συνέχεια. Ευχαριστώ πολύ.
-          Εγώ ευχαριστώ. Γεια σας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Ανωγειανάκης Φ., 1991, Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα (Αθήνα: Μέλισσα)
         Καρακάσης Σ., 1970, Ελληνικά μουσικά όργανα (Αθήνα: Δίφρος)
         Γράψας Ν., 2007, Ταμπουράς, μέθοδος διδασκαλίας (Αθήνα: Μ. Νικολαϊδης και ΣΙΑ Ο.Ε.)
         Daly R., 1994, Παραδοσιακά μουσικά όργανα (Πάτρα: Δήμος Πατρέων)
         Τσούτσου Ελ., 1992, Διπλωματική εργασία: Οι κατασκευαστές φλογέρας και λαουτοειδών μουσικών οργάνων στην περιοχή Λάρισας, επιβλέπων λέκτορας: Καϊμάκης Γ. (Θεσσαλονίκη: Σχολή Καλών Τεχνών, Τμήμα Μουσικών Σπουδών)

Τρίτη 29 Μαρτίου 2011

Εργασία του μαθήματος: Ελληνικά Μουσικά Όργανα: " Τα μουσικα όργανα ως φορείς νοημάτων - έμφαση στο κλαρίνο"

ΤΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΩΣ ΦΟΡΕΙΣ ΝΟΗΜΑΤΩΝ: ΕΜΦΑΣΗ ΣΤΟ ΚΛΑΡΙΝΟ

Η συγκεκριμένη εργασία έχει ως στόχο να παραθέσει και να συγκρίνει απόψεις που έχουν διατυπωθεί όσον αφορά το κατά πόσο ένα μουσικό όργανο αποτελεί φορέα νοημάτων. Δηλαδή τι ρόλο έχει ένα μουσικό όργανο κάτω από συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες, την πολιτισμική – πολιτιστική του υπόσταση αλλά και πώς επηρεάζει στο πέρασμα των χρόνων είτε πρακτικά είτε συναισθηματικά μια κοινωνία ανθρώπων. Το μουσικό όργανο που εξετάζεται πιο συγκεκριμένα ως φορέας νοημάτων είναι το κλαρίνο. Πέρα από κάποια συγκεκριμένη βιβλιογραφία που αναφέρει τις κοινωνιολογικές πλευρές είτε του κλαρίνου είτε γενικότερα των μουσικών οργάνων κρίθηκε απαραίτητο να παρθούν γνώμες από ανθρώπους που δεν είναι «ενημερωμένοι» για το συγκεκριμένο θέμα οπότε θα μπορούσε να αποσπαστεί η δικιά τους καθαρά προσωπική, ανεπηρέαστη από τη βιβλιογραφία, άποψη. Οι τέσσερις κοπέλες που ερωτήθηκαν είναι 21 χρονών. Οι δύο φοιτούν σε μουσικές σχολές και οι άλλες δύο δεν έχουν κάποια παραπάνω μουσική παιδεία πέρα από αυτή που προσφέρεται στο σχολείο. Τα θέματα στα οποία κλήθηκαν να δώσουν τη γνώμη τους ήταν τα εξής: α) καταρχήν κατά πόσον γνωρίζουν τη φυσιολογία του οργάνου, β) σε τι κοινωνικά πλαίσια πιστεύουν ότι παίζεται το κλαρίνο, γ) ποιο φύλο συνηθίζεται να παίζει το συγκεκριμένο όργανο και γιατί συμβαίνει αυτό και δ) τι συναισθήματα προκαλεί στα συγκεκριμένα άτομα το άκουσμα του ηχοχρώματος του κλαρίνου αλλά και τι εικόνες δημιουργούνται στο μυαλό αυτών υπό την ακρόαση κάποιων συγκεκριμένων δημοτικών τραγουδιών όπου το κλαρίνο έχει κυρίαρχο ρόλο. Οι απόψεις παραθέτονται και σχολιάζονται παρακάτω.
Πολλοί μουσικολόγοι και εθνομουσικολόγοι έχουν ασχοληθεί με αυτό το θέμα, το κατά πόσον δηλαδή τα μουσικά όργανα αποτελούν φορείς νοημάτων. Π. χ. τα μουσικά όργανα κατά τον Dawe είναι «κομμάτι της παγκόσμιας πολιτισμικής διακίνησης, στα πλαίσια της οποίας είναι δυνατόν να μεταφερθούν και να επανεντοπιστούν» (Dawe 2003: 274) ή «Τα μουσικά όργανα είναι ταυτόχρονα υλικά και μεταφορικά, κοινωνικές κατασκευές και υλικά αντικείμενα» (Dawe 2003: 275-6). Ο Racy πιστεύει πάλι ότι τα όργανα αλληλεπιδρούν διαλεκτικά με τις γύρω τους πολιτισμικές δραστηριότητες και όσο αυτές διαμορφώνονται τόσο κι αυτά ανανεώνουν τους ρόλους τους, τη συμβολική τους σημασία κ. α.: «In this article I suggest that musical instruments are interactive entities. Being both adaptive and idiosyncratic, they are not mere reflections of their cultural contexts, nor are they fixed organological artifacts that can be studied in isolation from other social and artistic domains. Instead, instru-ments interact dialectically with surrounding physical and cultural realities, and as such, they perpetually negotiate or renegotiate their roles, physical structures, performance modes, sound ideals, and symbolic meanings.» (Racy 1994: 38). Όμως και έλληνες μουσικολόγοι έχουν συνεισφέρει στην έρευνα αυτή. Ο πιο γνωστός ίσως έλληνας ερευνητής που ασχολήθηκε με την περιγραφή των ελληνικών μουσικών οργάνων είναι ο Φοίβος Ανωγειανάκης. ο τελευταίος μας μετέδωσε πολλές πληροφορίες, πέρα από την εξωτερική περιγραφή και τον τρόπο παιξίματος ενός οργάνου, και για τη θέση της μουσικής σε καθημερινό επίπεδο σε μία κοινωνία. Π. χ.: «Οι αρχές του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού ανιχνεύονται στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και συγκεκριμένα στις ορχηστρικές και παντομιμικές παραστάσεις, όπως αυτές διαμορφώνονται μέσα στις καινούριες κοινωνικές και πνευματικές συνθήκες ύστερα από τον 3ο αιώνα μ. Χ.» (Ανωγειανάκης 1976: 16). Η ένταξη ενός μουσικού οργάνου στα πλαίσια της καθημερινότητας σε μια κοινωνία απασχόλησε και το Νίκο Μαλιάρα: «Στόχος μου ήταν να εντάξω τη χρήση του μουσικού αυτού οργάνου στο γενικότερο περιβάλλον και να εξετάσω τις εκάστοτε επικρατούσες συνθήκες. Επιπλέον, επιχειρώντας να αποκαταστήσω τη μουσική που ενδεχομένως έπαιζε το όργανο στις τελετές, με βάση τα δεδομένα που είχα στη διάθεσή μου, προχώρησα σε σχετικές υποθέσεις.» (Μαλιάρας 2004: 16). Άλλος μουσικολόγος ο οποίος ασχολήθηκε με το συγκεκριμένο θέμα είναι ο Λάμπρος Λιάβας. Αναφέρει για τους οργανοπαίκτες του Έβρου: «Ο βαθμός της επαγγελματικής τους ανάδειξης εξαρτάται συνήθως από τον τύπο του οργάνου, το εύρος του ρεπερτορίου τους και τη φήμη τους ως δεξιοτεχνών, παράγοντες που καθορίζουν και την «εμβέλειά» τους ως προς τις περιοχές που καλύπτουν.» (Λιάβας 1999: 269). Συγκεκριμένα για το κλαρίνο που εξετάζεται σε αυτήν την εργασία πηγές έχουμε από τη Δέσποινα Μαζαράκη και το βιβλίο της «Το λαϊκό κλαρίνο», από το Φοίβο Ανωγειανάκη κ. α. «Στην Πελοπόννησο είχαν τη συνήθεια να κολλούν μεγάλα ποσά, ο οργανοπαίχτης όμως ήταν υποχρεωμένος να τα επιστρέφει μετά το τέλος της γιορτής και δεν κρατούσε παρά μικροπράματα» (Μαζαράκη 1984: 56). Ο Λιάβας λέει για το κλαρίνο στον Έβρο: «Έτσι λοιπόν και στον Έβρο από τη δεκαετία του ’60, με άξονα τα οργανικά σχήματα και μέσα από το κλαρίνο, εκδηλώνεται μια ολοένα αυξανόμενη απόσταση από την προφορική παράδοση, προετοιμάζοντας την εμφάνιση ενός ενιαίου «πανθρακικού» ύφους και ρεπερτορίου, που ακολουθεί την αντίστροφη πορεία, επιστρέφοντας από τα αστικά κέντρα προς την περιφέρεια. Όσο για το κριτήριο για τον «καλό» μουσικό, αυτό πλέον συνδέεται με την ωδειακή παιδεία, που, συνειδητά, θα τον οδηγήσει στο υπερτοπικό ρεπερτόριο και στις «νότες», δηλαδή στη ρήξη με την προφορική παράδοση.» (Λιάβας 1999: 277). Τέλος παραθέτω και ένα σχόλιο του Κώστα Αριστόπουλου, γνωστό δεξιοτέχνη του κλαρίνου, για τα πανηγύρια: «Τα πανηγύρια όπως γίνονται σήμερα δεν έχουν καμιά σχέση με το παρελθόν. Παλιότερα τα πανηγύρια ήταν πιο ευχάριστα, οι οικογένειες διασκέδαζαν πιο καλά και τηρούσαν τα έθιμα. Το κυριότερο όμως ήταν ότι ήξεραν πολύ καλό χορό και αυτό μας έκανε και εμάς τους καλλιτέχνες να παίζουμε καλύτερα και να βελτιωνόμαστε περισσότερο.» (Αριστόπουλος 2010, http://cpt.pblogs.gr/2011/01/kwstas-aristopoylos.html). Συνεπώς διαπιστώνουμε ότι έχουμε αρκετές πληροφορίες για τις κοινωνικές πλευρές ενός μουσικού οργάνου γενικότερα αλλά και του κλαρίνου ειδικότερα.
Σε σχέση με τις συνεντεύξεις που πάρθηκαν μπορούμε να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα. Καταρχήν, σίγουρα οι πληροφορίες που λαμβάνουμε και από τι πηγές μας και από τις ερωτηθέντες συγκλίνουν ως προς τη γνησιότητα του κλαρίνου ως παραδοσιακό όργανο. Παρόλο που ειπώθηκε ότι το κλαρίνο πλέον χρησιμοποιείται και σε κέντρα διασκέδασης και όχι μόνο στα πανηγύρια συμμετέχοντας με παραδοσιακούς ήχους, πιο πολύ θύμισε στις ερωτηθέντες κάποιο παραδοσιακό γλέντι , ίσως γάμου, σε ανοιχτό χώρο. Γενικά υπήρξε συνεχής ο συσχετισμός ανάμεσα στο κλαρίνο και την παράδοση και αυτό φαίνεται από τις απαντήσεις των ερωτηθέντων. Τα συναισθήματα που δημιουργούνται γενικότερα στο άκουσμα του κλαρίνου ( απάντηση μετά από ακρόαση κομματιού) είναι το θάρρος και η λεβεντιά. Όσο αφορά τη φυσιολογία του οργάνου η γνώση των ερωτηθέντων περιοριζόταν στο ότι το κλαρίνο είναι ένα πνευστό όργανο. Δεν ήξεραν ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στο κλαρίνο και στο κλαρινέτο. Ως προς το ποιο φύλο παίζει πιο συχνά κλαρίνο η απάντηση ήταν από όλους ο άνδρας και ο λόγος ήταν κυρίως το πρότυπο μιας κοινωνίας όπου ο άνδρας έχει τον κύριο ρόλο και μπορεί να παίζει κάποιο όργανο ενώ η γυναίκα ασχολείται με το τραγούδι. Ο «βαρύς» ήχος του οργάνου ταιριάζει πιο πολύ στην ιδιοσυγκρασία του άνδρα ενώ το τραγούδι ή ένα όργανο με πιο ψιλό ήχο όπως π. χ. το φλάουτο ταιριάζει πιο πολύ στη γυναίκα. Παρακάτω παρατίθενται αποσπάσματα των συνεντεύξεων.

Συνέντευξη από τη Δέσποινα, ετών 21, Τ. Ε. Ι. Διατροφής και Διαιτολογίας

-Γνωρίζεις τι είδους όργανο είναι το κλαρίνο;
-Το κλαρίνο είναι ένα πνευστό όργανο, μαύρο πάντα νομίζω.
-Γνωρίζεις ποια είναι η διαφορά μεταξύ κλαρινέτου και κλαρίνου;
-Νομίζω το κλαρινέτο παίζεται με διαφορετικό καλαμάκι απ’ ότι το κλαρίνο. Δεν ξέρω ακριβώς.
-Αν σου πω να φέρεις στο μυαλό σου μια εικόνα που να έχει ως κέντρο της έναν άνθρωπο που παίζει κλαρίνο, τι εικόνα σου έρχεται στο μυαλό;
-Κάτι σε ηπειρώτικο χορό, σε ζωναράδικο. Φαντάζομαι ανθρώπους να χορεύουν και να παίζει το κλαρίνο μαζί με ένα νταούλι.
-Το κλαρίνο με ποια κοινωνική ομάδα θα το συνέδεες; Ή τι είδους ανθρώπους έχεις στο μυαλό σου όταν φαντάζεσαι ότι αυτοί παίζουν κλαρίνο;
-Νομίζω οι περισσότεροι άνθρωποι θα το συνέδεαν με τσιγγάνους, με νομάδες. Αν και το βιολί ίσως να κολλάει περισσότερο σαν όργανο με τους τσιγγάνους.
-Πιστεύεις ότι σήμερα το κλαρίνο παίζεται πιο πολύ από άνδρες ή από γυναίκες και γιατί;
-Από άνδρες κυρίως λόγω ηχοχρώματος. Το φλάουτο π. χ. λόγω λεπτού και πιο κομψού ήχου προσεγγίζει πιο πολύ τις γυναίκες. Το κλαρίνο έχει πιο βαρύ ήχο. Ας πούμε π. χ. στο έργο «Ο Πέτρος και ο λύκος» το πουλάκι είναι το φλάουτο νομίζω και ο παππούς είναι το κλαρίνο. Γενικότερα τα παραδοσιακά όργανα τα παίζανε πάντα πιο πολύ άνδρες. Σε ένα σπίτι ο άνδρας ήταν η κεφαλή ενώ η γυναίκα ήταν η νοικοκυρά. Θα ήταν δύσκολο να παίξει μια γυναίκα φαντάζομαι ένα όργανο που χρησιμοποιούνταν σε γλέντια. Ότι ο άνδρας ήταν αυτός που θα έπαιζε κλαρίνο είναι κάτι που διατηρείται μέχρι τις μέρες μας. Εξάλλου, νομίζω, και ανατομικά ο άνδρας έχει μεγαλύτερη αντοχή στα πνευμόνια.
-Γενικότερα το άκουσμα του κλαρίνου ως ήχος τι συναισθήματα σου δημιουργεί;
-Μια λύπη, μια μελαγχολία.
-Θα ακούσεις το τραγούδι «χαλασιά μου» και θα μου πεις τι σου φέρνει στο μυαλό αυτό το άκουσμα και πες μου τρεις λέξεις που σου έρχονται στο μυαλό ενώ ακούς αυτό το κομμάτι.
(Μετά την ακρόαση)
-Με το τραγούδι αυτό μου έρχεται στο μυαλό η λέξη λεβεντιά. Μου θυμίζει τον παππού μου που ήταν Ηπειρώτης και χόρευε γενικά τα ηπειρώτικα. Μου θυμίζει την καταγωγή μου. Τρεις λέξεις που μου έρχονται τώρα στο μυαλό είναι: τσαρούχι, αρχοντιά και φαϊ σε πήλινο.

Συνέντευξη από τη Μαρία, ετών 21, Θεολογική Σχολή Α. Π. Θ.

- Γνωρίζεις τι είδους όργανο είναι το κλαρίνο;
-Ξέρω ότι είναι πνευστό. Παίζεται με το στόμα. Αυτά.
-Αν σου πω να φέρεις στο μυαλό σου μια εικόνα που να έχει ως κέντρο της έναν άνθρωπο που παίζει κλαρίνο, τι εικόνα σου έρχεται στο μυαλό;
-Μια εικόνα πανηγυριού. Αυτός που παίζει κλαρίνο βρίσκεται μαζί με τους άλλους μουσικούς πάνω σε μια εξέδρα σε έναν ανοιχτό χώρο. Οι άνθρωποι να χορεύουν κάτι «τσιφτετελοειδές».
-Τι άλλα όργανα φαντάζεσαι ότι θα παίζουν μαζί με το κλαρίνο;
-Μπουζούκια, σαντούρι ή κανονάκι και νταούλι.
-Πού πιστεύεις ότι παίζεται πιο πολύ το κλαρίνο στις μέρες μας;
-Σε πανηγύρια ενοριών, στη γιορτή ενός αγίου, το Πάσχα, σε γάμους και βαφτίσεις. Αλλά και «στα μπουζούκια» φυσικά.
-Πιστεύεις ότι σήμερα το κλαρίνο παίζεται πιο πολύ από άνδρες ή από γυναίκες και γιατί;
-Από άνδρες. Καταρχήν οφείλεται στη φυσιολογία του άνδρα. Θέλει πιο πολύ αντοχή πνευμονιών. Πλέον ίσως οι γυναίκες να ψάχνουν πιο κομψά, «ανώτερα» όργανα, ενώ το κλαρίνο που θεωρείται φαντάζομαι κατώτερο κοινωνικά όργανο να παίζεται από άνδρες γιατί έτσι είναι η παράδοση. Οι άνδρες ήταν ελεύθεροι να πάνε να παίξουν σε πανηγύρια κτλ. Οι γυναίκες έμεναν σπίτι. Επίσης το κλαρίνο είναι συντροφικό όργανο, είναι λαϊκό όργανο για αυτό και θα παιχθεί από άνδρες που είχαν και παλαιότερα μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων.
-Γενικότερα το άκουσμα του κλαρίνου ως ήχος τι συναισθήματα σου δημιουργεί;
-Το άκουσμα νομίζω φέρνει συναισθήματα ανεμελιάς και συντροφικότητας.
-Θα ακούσεις το τραγούδι «ο γιατρός» και θα μου πεις τι σου φέρνει στο μυαλό αυτό το άκουσμα και πες μου τρεις λέξεις που σου έρχονται στο μυαλό ενώ ακούς αυτό το κομμάτι.
(Μετά την ακρόαση)
-Μου φέρνει στο μυαλό την εικόνα ενός γλεντιού. 3 λέξεις: Πουκάμισο, φαγοπότι, συγγενείς.















Συνέντευξη από την Αγγελική, ετών 21, Τμήμα Μουσικών Σπουδών της Σχολής Καλών Τεχνών του Α. Π. Θ.

- Γνωρίζεις τι είδους όργανο είναι το κλαρίνο;
-Είναι πνευστό παραδοσιακό όργανο.
-Αν σου πω να φέρεις στο μυαλό σου μια εικόνα που να σχετίζεται με έναν άνθρωπο που παίζει κλαρίνο, τι εικόνα σου έρχεται στο μυαλό;
-Είναι πολύς κόσμος μαζεμένος και έχουν σχηματίσει κύκλο γύρω από μια μικρή ορχήστρα. Το μέρος είναι μια πλατεία με πλατάνια. Δίπλα στο κλαρίνο υπάρχει και νταούλι, βιολί.
-Πού παίζεται κατά τη γνώμη σου πιο πολύ το κλαρίνο στις μέρες μας; Με τι το συνδέεις πιο πολύ;
-Παίζεται στα μπουζούκια πιο πολύ. Κοίτα, οι πιο πολλοί θα το συνέδεαν με παραδοσιακά τραγούδια αλλά εγώ το κλαρίνο γενικά το συνδέω με μπουζούκια γιατί θεωρώ αυτόν που παίζει κλαρίνο χαμηλότερης ποιότητας εκτελεστή από έναν που παίζει κλαρινέτο.
-Πιστεύεις ότι σήμερα το κλαρίνο παίζεται πιο πολύ από άνδρες ή από γυναίκες και γιατί;
-Από άνδρες. Ένας λόγος είναι υποθέτω ότι τέτοια όργανα παραδοσιακά σε εκθέτουν πολύ σε σχέση ας πούμε με το πιάνο. Οι άνδρες δεν φοβούνται τόσο την έκθεση σε σχέση με τις γυναίκες. Οι γυναίκες σαν χαρακτήρες είναι πιο ταπεινές, πιο ευγενικές. Ο άνδρας επίσης «μερακλώνει» πιο εύκολα. Σκέψου την εικόνα: μια παρέα ανδρών πίνει ούζο. Το λογικό είναι να τους συνοδέψει ένας άντρας με ένα κλαρίνο, όχι μια γυναίκα. Ο άνδρας θα θελήσει να εκφράσει τον πόνο του μέσα απ’ το κλαρίνο. Μια γυναίκα αν θέλει να ξεσπάσει θα κλάψει. Το κλαρίνο είναι πιο «νταλκαδιάρικο» όργανο που δεν ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία της γυναίκας. Η γυναίκα θέλει πιο ρομαντικούς ήχους. Ας πούμε ήχους έντεχνων τραγουδιών. Θέλει να παίζει και να ακούει κάτι πιο αέρινο όπως σαντούρι, πιάνο ή κιθάρα.
 -Θα ακούσεις το τραγούδι «στης πικροδάφνης τον ανθό» και θα μου πεις τι συναισθήματα σου έρχονται με αυτό το άκουσμα και πες μου τρεις λέξεις που σου έρχονται στο μυαλό ενώ ακούς αυτό το κομμάτι.
(Μετά την ακρόαση)
-Γενικότερα το ηχόχρωμα του κλαρίνου μου φέρνει συναισθήματα παράπονου, πόνου αλλά και δύναμης και θάρρους. Τρεις λέξεις που μου ήρθαν με αυτό το κομμάτι: αχ, τσαρούχι, αέρας












Συνέντευξη από τη Δήμητρα, ετών 21, Τμήμα Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας

- Γνωρίζεις τι είδους όργανο είναι το κλαρίνο;
-Είναι ένα πνευστό μουσικό όργανο που ανήκει στα ξύλινα πνευστά. Είναι παραδοσιακό και έχει συνήθως μαύρο χρώμα.
-Αν σου πω να φέρεις στο μυαλό σου μια εικόνα που να έχει ως κέντρο της έναν άνθρωπο που παίζει κλαρίνο, τι εικόνα σου έρχεται στο μυαλό;
-Είμαστε σε ένα πανηγύρι γάμου. Το κλίμα είναι ευχάριστο. Ο κόσμος χορεύει και τραγουδάει. Η ορχήστρα αποτελείται από κλαρίνο, νταούλι και βιολί.
-Με τι συνδέεις εσύ το κλαρίνο και με τι πιστεύεις ότι το συνδέει η πλειοψηφία του κόσμου;
-Εγώ προσωπικά το κλαρίνο το συνδέω με πανηγύρι γάμου. Και πιστεύω ότι πιο πολύ παίζεται σε λαϊκές γειτονιές και χωριά. Οι πιο πολλοί όμως πιστεύω ότι θα το συνέδεαν ή με τσιγγάνους ή με το Σαλέα ή με παραδοσιακά και πιο συγκεκριμένα με μακεδονίτικα κομμάτια.
-Πιστεύεις ότι σήμερα το κλαρίνο παίζεται πιο πολύ από άνδρες ή από γυναίκες και γιατί;
-Από άνδρες. Γιατί από παλιά το κλαρίνο αφορούσε τα πανηγύρια όπου γενικότερα οι γυναίκες δεν έπαιζαν μουσική. Και πιστεύω μας έχει μείνει υποσυνείδητα ότι αισθητικά είναι πιο ωραίο να παίζει ένας άντρας κλαρίνο ενώ τη γυναίκα την έχουμε συνδεδεμένη με βιολί ή πιάνο ή φλάουτο. Μια γυναίκα για να ξεσπάσει κλαίει. Ο άντρας εκφράζεται διαφορετικά. Η γιαγιά μου μου έλεγε: «συνέχεια τραγουδούσα». Ο πατέρας της την έβαζε να του τραγουδάει κάποια μικρασιάτικα τραγούδια γιατί του θύμιζαν το σπίτι του απ’ όπου έφυγε (Ντεμερντές, Μικρά Ασία) και τον έπιανε νοσταλγία. Θέλω να πα ότι το τραγούδι ταιριάζει πολύ σε μια γυναίκα. Ο άνδρας έχει κρατήσει κι ένα στιλ πιο «μάγκικο», θα διαλέξει να εκφραστεί με ήχο, ενώ μια γυναίκα με στίχο. Για αυτό το λόγο ίσως το κλαρίνο να χρησιμοποιούνταν και να χρησιμοποιείται πιο πολύ από άνδρες. Έχει έναν ήχο πιο βαρύ, πιο «μάγκικο».  
-Γενικότερα το άκουσμα του κλαρίνου ως ήχος τι συναισθήματα σου δημιουργεί;
Το κλαρίνο γενικά μπορεί να δημιουργήσει πολλά συναισθήματα. Μπορεί εύκολα να προσαρμοστεί σε κάθε είδους μελωδία οπότε μπορεί να δημιουργήσει συναισθήματα και λύπης και χαράς και νοσταλγίας και επανάστασης. Πιστεύω ότι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το κλαρίνο σαν ηχόχρωμα είναι πολύ κοντά στην ανθρώπινη φωνή.
-Θα ακούσεις το τραγούδι «ο γιατρός» και θα μου πεις τι συναισθήματα σου φέρνει αυτό το άκουσμα και πες μου τρεις λέξεις που σου έρχονται στο μυαλό ενώ ακούς αυτό το κομμάτι.
(Μετά την ακρόαση)
-Γενικά το κομμάτι μου φαίνεται χαρούμενο και αισιόδοξο αλλά εκεί που έχει ένα γύρισμα απότομο το κομμάτι, έχει έναν καημό. Τρεις λέξεις που μου ‘ρθανε ακούγοντας αυτό το κομμάτι είναι: φουστανέλα, χορός, παράδοση.


Βιβλιογραφία:

          Dawe. K., (2003), ‘The cultural Study of Musical Instruments’. Στο Clayton, Martin, et al (επιμ.), The cultural Study of music, a critical introduction (NY: Routledge)
 Racy, Ali Jihad, (1994), ‘A Dialectical Perspective on Musical Instruments: The East-Mediterranean Mijwiz’, Ethnomusicology 38: 37-57
Ανωγειανάκης Φ., 1991, Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα (Αθήνα: Μέλισσα)
Μαλιάρας, Νίκος, 2004, «Μουσικά όργανα στους χορούς και τις διασκεδάσεις των Βυζαντινών», Αρχαιολογία και τέχνες 91: 67-71
Λιάβας, Λάμπρος, 1999, «Τα μουσικά όργανα στον Έβρο: παράδοση και νεοτερικότητα», Μουσικές της Θράκης. Μία διεπιστημονική προσέγγιση: Έβρος (Αθήνα: Σύλλογος οι Φίλοι της Μουσικής – Ερευνητικό Πρόγραμμα «Θράκη»), 269-294, 327-340
Μαζαράκη, Δέσποινα. 1984 (1959). Το λαϊκό κλαρίνο (Αθήνα: Κέδρος)

Δικτυακοί τόποι:


Κώστας Αριστόπουλος, http://cpt.pblogs.gr/2011/01/kwstas-aristopoylos.html
Ήπειρος  Πικροδάφνη – ο γιατρός. Wmv, http://www.youtube.com/watch?v=6j3xlXErfhU