Τρίτη 29 Μαρτίου 2011

Εργασία του μαθήματος: Ελληνικά Μουσικά Όργανα: " Τα μουσικα όργανα ως φορείς νοημάτων - έμφαση στο κλαρίνο"

ΤΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ ΩΣ ΦΟΡΕΙΣ ΝΟΗΜΑΤΩΝ: ΕΜΦΑΣΗ ΣΤΟ ΚΛΑΡΙΝΟ

Η συγκεκριμένη εργασία έχει ως στόχο να παραθέσει και να συγκρίνει απόψεις που έχουν διατυπωθεί όσον αφορά το κατά πόσο ένα μουσικό όργανο αποτελεί φορέα νοημάτων. Δηλαδή τι ρόλο έχει ένα μουσικό όργανο κάτω από συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες, την πολιτισμική – πολιτιστική του υπόσταση αλλά και πώς επηρεάζει στο πέρασμα των χρόνων είτε πρακτικά είτε συναισθηματικά μια κοινωνία ανθρώπων. Το μουσικό όργανο που εξετάζεται πιο συγκεκριμένα ως φορέας νοημάτων είναι το κλαρίνο. Πέρα από κάποια συγκεκριμένη βιβλιογραφία που αναφέρει τις κοινωνιολογικές πλευρές είτε του κλαρίνου είτε γενικότερα των μουσικών οργάνων κρίθηκε απαραίτητο να παρθούν γνώμες από ανθρώπους που δεν είναι «ενημερωμένοι» για το συγκεκριμένο θέμα οπότε θα μπορούσε να αποσπαστεί η δικιά τους καθαρά προσωπική, ανεπηρέαστη από τη βιβλιογραφία, άποψη. Οι τέσσερις κοπέλες που ερωτήθηκαν είναι 21 χρονών. Οι δύο φοιτούν σε μουσικές σχολές και οι άλλες δύο δεν έχουν κάποια παραπάνω μουσική παιδεία πέρα από αυτή που προσφέρεται στο σχολείο. Τα θέματα στα οποία κλήθηκαν να δώσουν τη γνώμη τους ήταν τα εξής: α) καταρχήν κατά πόσον γνωρίζουν τη φυσιολογία του οργάνου, β) σε τι κοινωνικά πλαίσια πιστεύουν ότι παίζεται το κλαρίνο, γ) ποιο φύλο συνηθίζεται να παίζει το συγκεκριμένο όργανο και γιατί συμβαίνει αυτό και δ) τι συναισθήματα προκαλεί στα συγκεκριμένα άτομα το άκουσμα του ηχοχρώματος του κλαρίνου αλλά και τι εικόνες δημιουργούνται στο μυαλό αυτών υπό την ακρόαση κάποιων συγκεκριμένων δημοτικών τραγουδιών όπου το κλαρίνο έχει κυρίαρχο ρόλο. Οι απόψεις παραθέτονται και σχολιάζονται παρακάτω.
Πολλοί μουσικολόγοι και εθνομουσικολόγοι έχουν ασχοληθεί με αυτό το θέμα, το κατά πόσον δηλαδή τα μουσικά όργανα αποτελούν φορείς νοημάτων. Π. χ. τα μουσικά όργανα κατά τον Dawe είναι «κομμάτι της παγκόσμιας πολιτισμικής διακίνησης, στα πλαίσια της οποίας είναι δυνατόν να μεταφερθούν και να επανεντοπιστούν» (Dawe 2003: 274) ή «Τα μουσικά όργανα είναι ταυτόχρονα υλικά και μεταφορικά, κοινωνικές κατασκευές και υλικά αντικείμενα» (Dawe 2003: 275-6). Ο Racy πιστεύει πάλι ότι τα όργανα αλληλεπιδρούν διαλεκτικά με τις γύρω τους πολιτισμικές δραστηριότητες και όσο αυτές διαμορφώνονται τόσο κι αυτά ανανεώνουν τους ρόλους τους, τη συμβολική τους σημασία κ. α.: «In this article I suggest that musical instruments are interactive entities. Being both adaptive and idiosyncratic, they are not mere reflections of their cultural contexts, nor are they fixed organological artifacts that can be studied in isolation from other social and artistic domains. Instead, instru-ments interact dialectically with surrounding physical and cultural realities, and as such, they perpetually negotiate or renegotiate their roles, physical structures, performance modes, sound ideals, and symbolic meanings.» (Racy 1994: 38). Όμως και έλληνες μουσικολόγοι έχουν συνεισφέρει στην έρευνα αυτή. Ο πιο γνωστός ίσως έλληνας ερευνητής που ασχολήθηκε με την περιγραφή των ελληνικών μουσικών οργάνων είναι ο Φοίβος Ανωγειανάκης. ο τελευταίος μας μετέδωσε πολλές πληροφορίες, πέρα από την εξωτερική περιγραφή και τον τρόπο παιξίματος ενός οργάνου, και για τη θέση της μουσικής σε καθημερινό επίπεδο σε μία κοινωνία. Π. χ.: «Οι αρχές του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού ανιχνεύονται στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και συγκεκριμένα στις ορχηστρικές και παντομιμικές παραστάσεις, όπως αυτές διαμορφώνονται μέσα στις καινούριες κοινωνικές και πνευματικές συνθήκες ύστερα από τον 3ο αιώνα μ. Χ.» (Ανωγειανάκης 1976: 16). Η ένταξη ενός μουσικού οργάνου στα πλαίσια της καθημερινότητας σε μια κοινωνία απασχόλησε και το Νίκο Μαλιάρα: «Στόχος μου ήταν να εντάξω τη χρήση του μουσικού αυτού οργάνου στο γενικότερο περιβάλλον και να εξετάσω τις εκάστοτε επικρατούσες συνθήκες. Επιπλέον, επιχειρώντας να αποκαταστήσω τη μουσική που ενδεχομένως έπαιζε το όργανο στις τελετές, με βάση τα δεδομένα που είχα στη διάθεσή μου, προχώρησα σε σχετικές υποθέσεις.» (Μαλιάρας 2004: 16). Άλλος μουσικολόγος ο οποίος ασχολήθηκε με το συγκεκριμένο θέμα είναι ο Λάμπρος Λιάβας. Αναφέρει για τους οργανοπαίκτες του Έβρου: «Ο βαθμός της επαγγελματικής τους ανάδειξης εξαρτάται συνήθως από τον τύπο του οργάνου, το εύρος του ρεπερτορίου τους και τη φήμη τους ως δεξιοτεχνών, παράγοντες που καθορίζουν και την «εμβέλειά» τους ως προς τις περιοχές που καλύπτουν.» (Λιάβας 1999: 269). Συγκεκριμένα για το κλαρίνο που εξετάζεται σε αυτήν την εργασία πηγές έχουμε από τη Δέσποινα Μαζαράκη και το βιβλίο της «Το λαϊκό κλαρίνο», από το Φοίβο Ανωγειανάκη κ. α. «Στην Πελοπόννησο είχαν τη συνήθεια να κολλούν μεγάλα ποσά, ο οργανοπαίχτης όμως ήταν υποχρεωμένος να τα επιστρέφει μετά το τέλος της γιορτής και δεν κρατούσε παρά μικροπράματα» (Μαζαράκη 1984: 56). Ο Λιάβας λέει για το κλαρίνο στον Έβρο: «Έτσι λοιπόν και στον Έβρο από τη δεκαετία του ’60, με άξονα τα οργανικά σχήματα και μέσα από το κλαρίνο, εκδηλώνεται μια ολοένα αυξανόμενη απόσταση από την προφορική παράδοση, προετοιμάζοντας την εμφάνιση ενός ενιαίου «πανθρακικού» ύφους και ρεπερτορίου, που ακολουθεί την αντίστροφη πορεία, επιστρέφοντας από τα αστικά κέντρα προς την περιφέρεια. Όσο για το κριτήριο για τον «καλό» μουσικό, αυτό πλέον συνδέεται με την ωδειακή παιδεία, που, συνειδητά, θα τον οδηγήσει στο υπερτοπικό ρεπερτόριο και στις «νότες», δηλαδή στη ρήξη με την προφορική παράδοση.» (Λιάβας 1999: 277). Τέλος παραθέτω και ένα σχόλιο του Κώστα Αριστόπουλου, γνωστό δεξιοτέχνη του κλαρίνου, για τα πανηγύρια: «Τα πανηγύρια όπως γίνονται σήμερα δεν έχουν καμιά σχέση με το παρελθόν. Παλιότερα τα πανηγύρια ήταν πιο ευχάριστα, οι οικογένειες διασκέδαζαν πιο καλά και τηρούσαν τα έθιμα. Το κυριότερο όμως ήταν ότι ήξεραν πολύ καλό χορό και αυτό μας έκανε και εμάς τους καλλιτέχνες να παίζουμε καλύτερα και να βελτιωνόμαστε περισσότερο.» (Αριστόπουλος 2010, http://cpt.pblogs.gr/2011/01/kwstas-aristopoylos.html). Συνεπώς διαπιστώνουμε ότι έχουμε αρκετές πληροφορίες για τις κοινωνικές πλευρές ενός μουσικού οργάνου γενικότερα αλλά και του κλαρίνου ειδικότερα.
Σε σχέση με τις συνεντεύξεις που πάρθηκαν μπορούμε να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα. Καταρχήν, σίγουρα οι πληροφορίες που λαμβάνουμε και από τι πηγές μας και από τις ερωτηθέντες συγκλίνουν ως προς τη γνησιότητα του κλαρίνου ως παραδοσιακό όργανο. Παρόλο που ειπώθηκε ότι το κλαρίνο πλέον χρησιμοποιείται και σε κέντρα διασκέδασης και όχι μόνο στα πανηγύρια συμμετέχοντας με παραδοσιακούς ήχους, πιο πολύ θύμισε στις ερωτηθέντες κάποιο παραδοσιακό γλέντι , ίσως γάμου, σε ανοιχτό χώρο. Γενικά υπήρξε συνεχής ο συσχετισμός ανάμεσα στο κλαρίνο και την παράδοση και αυτό φαίνεται από τις απαντήσεις των ερωτηθέντων. Τα συναισθήματα που δημιουργούνται γενικότερα στο άκουσμα του κλαρίνου ( απάντηση μετά από ακρόαση κομματιού) είναι το θάρρος και η λεβεντιά. Όσο αφορά τη φυσιολογία του οργάνου η γνώση των ερωτηθέντων περιοριζόταν στο ότι το κλαρίνο είναι ένα πνευστό όργανο. Δεν ήξεραν ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στο κλαρίνο και στο κλαρινέτο. Ως προς το ποιο φύλο παίζει πιο συχνά κλαρίνο η απάντηση ήταν από όλους ο άνδρας και ο λόγος ήταν κυρίως το πρότυπο μιας κοινωνίας όπου ο άνδρας έχει τον κύριο ρόλο και μπορεί να παίζει κάποιο όργανο ενώ η γυναίκα ασχολείται με το τραγούδι. Ο «βαρύς» ήχος του οργάνου ταιριάζει πιο πολύ στην ιδιοσυγκρασία του άνδρα ενώ το τραγούδι ή ένα όργανο με πιο ψιλό ήχο όπως π. χ. το φλάουτο ταιριάζει πιο πολύ στη γυναίκα. Παρακάτω παρατίθενται αποσπάσματα των συνεντεύξεων.

Συνέντευξη από τη Δέσποινα, ετών 21, Τ. Ε. Ι. Διατροφής και Διαιτολογίας

-Γνωρίζεις τι είδους όργανο είναι το κλαρίνο;
-Το κλαρίνο είναι ένα πνευστό όργανο, μαύρο πάντα νομίζω.
-Γνωρίζεις ποια είναι η διαφορά μεταξύ κλαρινέτου και κλαρίνου;
-Νομίζω το κλαρινέτο παίζεται με διαφορετικό καλαμάκι απ’ ότι το κλαρίνο. Δεν ξέρω ακριβώς.
-Αν σου πω να φέρεις στο μυαλό σου μια εικόνα που να έχει ως κέντρο της έναν άνθρωπο που παίζει κλαρίνο, τι εικόνα σου έρχεται στο μυαλό;
-Κάτι σε ηπειρώτικο χορό, σε ζωναράδικο. Φαντάζομαι ανθρώπους να χορεύουν και να παίζει το κλαρίνο μαζί με ένα νταούλι.
-Το κλαρίνο με ποια κοινωνική ομάδα θα το συνέδεες; Ή τι είδους ανθρώπους έχεις στο μυαλό σου όταν φαντάζεσαι ότι αυτοί παίζουν κλαρίνο;
-Νομίζω οι περισσότεροι άνθρωποι θα το συνέδεαν με τσιγγάνους, με νομάδες. Αν και το βιολί ίσως να κολλάει περισσότερο σαν όργανο με τους τσιγγάνους.
-Πιστεύεις ότι σήμερα το κλαρίνο παίζεται πιο πολύ από άνδρες ή από γυναίκες και γιατί;
-Από άνδρες κυρίως λόγω ηχοχρώματος. Το φλάουτο π. χ. λόγω λεπτού και πιο κομψού ήχου προσεγγίζει πιο πολύ τις γυναίκες. Το κλαρίνο έχει πιο βαρύ ήχο. Ας πούμε π. χ. στο έργο «Ο Πέτρος και ο λύκος» το πουλάκι είναι το φλάουτο νομίζω και ο παππούς είναι το κλαρίνο. Γενικότερα τα παραδοσιακά όργανα τα παίζανε πάντα πιο πολύ άνδρες. Σε ένα σπίτι ο άνδρας ήταν η κεφαλή ενώ η γυναίκα ήταν η νοικοκυρά. Θα ήταν δύσκολο να παίξει μια γυναίκα φαντάζομαι ένα όργανο που χρησιμοποιούνταν σε γλέντια. Ότι ο άνδρας ήταν αυτός που θα έπαιζε κλαρίνο είναι κάτι που διατηρείται μέχρι τις μέρες μας. Εξάλλου, νομίζω, και ανατομικά ο άνδρας έχει μεγαλύτερη αντοχή στα πνευμόνια.
-Γενικότερα το άκουσμα του κλαρίνου ως ήχος τι συναισθήματα σου δημιουργεί;
-Μια λύπη, μια μελαγχολία.
-Θα ακούσεις το τραγούδι «χαλασιά μου» και θα μου πεις τι σου φέρνει στο μυαλό αυτό το άκουσμα και πες μου τρεις λέξεις που σου έρχονται στο μυαλό ενώ ακούς αυτό το κομμάτι.
(Μετά την ακρόαση)
-Με το τραγούδι αυτό μου έρχεται στο μυαλό η λέξη λεβεντιά. Μου θυμίζει τον παππού μου που ήταν Ηπειρώτης και χόρευε γενικά τα ηπειρώτικα. Μου θυμίζει την καταγωγή μου. Τρεις λέξεις που μου έρχονται τώρα στο μυαλό είναι: τσαρούχι, αρχοντιά και φαϊ σε πήλινο.

Συνέντευξη από τη Μαρία, ετών 21, Θεολογική Σχολή Α. Π. Θ.

- Γνωρίζεις τι είδους όργανο είναι το κλαρίνο;
-Ξέρω ότι είναι πνευστό. Παίζεται με το στόμα. Αυτά.
-Αν σου πω να φέρεις στο μυαλό σου μια εικόνα που να έχει ως κέντρο της έναν άνθρωπο που παίζει κλαρίνο, τι εικόνα σου έρχεται στο μυαλό;
-Μια εικόνα πανηγυριού. Αυτός που παίζει κλαρίνο βρίσκεται μαζί με τους άλλους μουσικούς πάνω σε μια εξέδρα σε έναν ανοιχτό χώρο. Οι άνθρωποι να χορεύουν κάτι «τσιφτετελοειδές».
-Τι άλλα όργανα φαντάζεσαι ότι θα παίζουν μαζί με το κλαρίνο;
-Μπουζούκια, σαντούρι ή κανονάκι και νταούλι.
-Πού πιστεύεις ότι παίζεται πιο πολύ το κλαρίνο στις μέρες μας;
-Σε πανηγύρια ενοριών, στη γιορτή ενός αγίου, το Πάσχα, σε γάμους και βαφτίσεις. Αλλά και «στα μπουζούκια» φυσικά.
-Πιστεύεις ότι σήμερα το κλαρίνο παίζεται πιο πολύ από άνδρες ή από γυναίκες και γιατί;
-Από άνδρες. Καταρχήν οφείλεται στη φυσιολογία του άνδρα. Θέλει πιο πολύ αντοχή πνευμονιών. Πλέον ίσως οι γυναίκες να ψάχνουν πιο κομψά, «ανώτερα» όργανα, ενώ το κλαρίνο που θεωρείται φαντάζομαι κατώτερο κοινωνικά όργανο να παίζεται από άνδρες γιατί έτσι είναι η παράδοση. Οι άνδρες ήταν ελεύθεροι να πάνε να παίξουν σε πανηγύρια κτλ. Οι γυναίκες έμεναν σπίτι. Επίσης το κλαρίνο είναι συντροφικό όργανο, είναι λαϊκό όργανο για αυτό και θα παιχθεί από άνδρες που είχαν και παλαιότερα μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων.
-Γενικότερα το άκουσμα του κλαρίνου ως ήχος τι συναισθήματα σου δημιουργεί;
-Το άκουσμα νομίζω φέρνει συναισθήματα ανεμελιάς και συντροφικότητας.
-Θα ακούσεις το τραγούδι «ο γιατρός» και θα μου πεις τι σου φέρνει στο μυαλό αυτό το άκουσμα και πες μου τρεις λέξεις που σου έρχονται στο μυαλό ενώ ακούς αυτό το κομμάτι.
(Μετά την ακρόαση)
-Μου φέρνει στο μυαλό την εικόνα ενός γλεντιού. 3 λέξεις: Πουκάμισο, φαγοπότι, συγγενείς.















Συνέντευξη από την Αγγελική, ετών 21, Τμήμα Μουσικών Σπουδών της Σχολής Καλών Τεχνών του Α. Π. Θ.

- Γνωρίζεις τι είδους όργανο είναι το κλαρίνο;
-Είναι πνευστό παραδοσιακό όργανο.
-Αν σου πω να φέρεις στο μυαλό σου μια εικόνα που να σχετίζεται με έναν άνθρωπο που παίζει κλαρίνο, τι εικόνα σου έρχεται στο μυαλό;
-Είναι πολύς κόσμος μαζεμένος και έχουν σχηματίσει κύκλο γύρω από μια μικρή ορχήστρα. Το μέρος είναι μια πλατεία με πλατάνια. Δίπλα στο κλαρίνο υπάρχει και νταούλι, βιολί.
-Πού παίζεται κατά τη γνώμη σου πιο πολύ το κλαρίνο στις μέρες μας; Με τι το συνδέεις πιο πολύ;
-Παίζεται στα μπουζούκια πιο πολύ. Κοίτα, οι πιο πολλοί θα το συνέδεαν με παραδοσιακά τραγούδια αλλά εγώ το κλαρίνο γενικά το συνδέω με μπουζούκια γιατί θεωρώ αυτόν που παίζει κλαρίνο χαμηλότερης ποιότητας εκτελεστή από έναν που παίζει κλαρινέτο.
-Πιστεύεις ότι σήμερα το κλαρίνο παίζεται πιο πολύ από άνδρες ή από γυναίκες και γιατί;
-Από άνδρες. Ένας λόγος είναι υποθέτω ότι τέτοια όργανα παραδοσιακά σε εκθέτουν πολύ σε σχέση ας πούμε με το πιάνο. Οι άνδρες δεν φοβούνται τόσο την έκθεση σε σχέση με τις γυναίκες. Οι γυναίκες σαν χαρακτήρες είναι πιο ταπεινές, πιο ευγενικές. Ο άνδρας επίσης «μερακλώνει» πιο εύκολα. Σκέψου την εικόνα: μια παρέα ανδρών πίνει ούζο. Το λογικό είναι να τους συνοδέψει ένας άντρας με ένα κλαρίνο, όχι μια γυναίκα. Ο άνδρας θα θελήσει να εκφράσει τον πόνο του μέσα απ’ το κλαρίνο. Μια γυναίκα αν θέλει να ξεσπάσει θα κλάψει. Το κλαρίνο είναι πιο «νταλκαδιάρικο» όργανο που δεν ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία της γυναίκας. Η γυναίκα θέλει πιο ρομαντικούς ήχους. Ας πούμε ήχους έντεχνων τραγουδιών. Θέλει να παίζει και να ακούει κάτι πιο αέρινο όπως σαντούρι, πιάνο ή κιθάρα.
 -Θα ακούσεις το τραγούδι «στης πικροδάφνης τον ανθό» και θα μου πεις τι συναισθήματα σου έρχονται με αυτό το άκουσμα και πες μου τρεις λέξεις που σου έρχονται στο μυαλό ενώ ακούς αυτό το κομμάτι.
(Μετά την ακρόαση)
-Γενικότερα το ηχόχρωμα του κλαρίνου μου φέρνει συναισθήματα παράπονου, πόνου αλλά και δύναμης και θάρρους. Τρεις λέξεις που μου ήρθαν με αυτό το κομμάτι: αχ, τσαρούχι, αέρας












Συνέντευξη από τη Δήμητρα, ετών 21, Τμήμα Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας

- Γνωρίζεις τι είδους όργανο είναι το κλαρίνο;
-Είναι ένα πνευστό μουσικό όργανο που ανήκει στα ξύλινα πνευστά. Είναι παραδοσιακό και έχει συνήθως μαύρο χρώμα.
-Αν σου πω να φέρεις στο μυαλό σου μια εικόνα που να έχει ως κέντρο της έναν άνθρωπο που παίζει κλαρίνο, τι εικόνα σου έρχεται στο μυαλό;
-Είμαστε σε ένα πανηγύρι γάμου. Το κλίμα είναι ευχάριστο. Ο κόσμος χορεύει και τραγουδάει. Η ορχήστρα αποτελείται από κλαρίνο, νταούλι και βιολί.
-Με τι συνδέεις εσύ το κλαρίνο και με τι πιστεύεις ότι το συνδέει η πλειοψηφία του κόσμου;
-Εγώ προσωπικά το κλαρίνο το συνδέω με πανηγύρι γάμου. Και πιστεύω ότι πιο πολύ παίζεται σε λαϊκές γειτονιές και χωριά. Οι πιο πολλοί όμως πιστεύω ότι θα το συνέδεαν ή με τσιγγάνους ή με το Σαλέα ή με παραδοσιακά και πιο συγκεκριμένα με μακεδονίτικα κομμάτια.
-Πιστεύεις ότι σήμερα το κλαρίνο παίζεται πιο πολύ από άνδρες ή από γυναίκες και γιατί;
-Από άνδρες. Γιατί από παλιά το κλαρίνο αφορούσε τα πανηγύρια όπου γενικότερα οι γυναίκες δεν έπαιζαν μουσική. Και πιστεύω μας έχει μείνει υποσυνείδητα ότι αισθητικά είναι πιο ωραίο να παίζει ένας άντρας κλαρίνο ενώ τη γυναίκα την έχουμε συνδεδεμένη με βιολί ή πιάνο ή φλάουτο. Μια γυναίκα για να ξεσπάσει κλαίει. Ο άντρας εκφράζεται διαφορετικά. Η γιαγιά μου μου έλεγε: «συνέχεια τραγουδούσα». Ο πατέρας της την έβαζε να του τραγουδάει κάποια μικρασιάτικα τραγούδια γιατί του θύμιζαν το σπίτι του απ’ όπου έφυγε (Ντεμερντές, Μικρά Ασία) και τον έπιανε νοσταλγία. Θέλω να πα ότι το τραγούδι ταιριάζει πολύ σε μια γυναίκα. Ο άνδρας έχει κρατήσει κι ένα στιλ πιο «μάγκικο», θα διαλέξει να εκφραστεί με ήχο, ενώ μια γυναίκα με στίχο. Για αυτό το λόγο ίσως το κλαρίνο να χρησιμοποιούνταν και να χρησιμοποιείται πιο πολύ από άνδρες. Έχει έναν ήχο πιο βαρύ, πιο «μάγκικο».  
-Γενικότερα το άκουσμα του κλαρίνου ως ήχος τι συναισθήματα σου δημιουργεί;
Το κλαρίνο γενικά μπορεί να δημιουργήσει πολλά συναισθήματα. Μπορεί εύκολα να προσαρμοστεί σε κάθε είδους μελωδία οπότε μπορεί να δημιουργήσει συναισθήματα και λύπης και χαράς και νοσταλγίας και επανάστασης. Πιστεύω ότι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το κλαρίνο σαν ηχόχρωμα είναι πολύ κοντά στην ανθρώπινη φωνή.
-Θα ακούσεις το τραγούδι «ο γιατρός» και θα μου πεις τι συναισθήματα σου φέρνει αυτό το άκουσμα και πες μου τρεις λέξεις που σου έρχονται στο μυαλό ενώ ακούς αυτό το κομμάτι.
(Μετά την ακρόαση)
-Γενικά το κομμάτι μου φαίνεται χαρούμενο και αισιόδοξο αλλά εκεί που έχει ένα γύρισμα απότομο το κομμάτι, έχει έναν καημό. Τρεις λέξεις που μου ‘ρθανε ακούγοντας αυτό το κομμάτι είναι: φουστανέλα, χορός, παράδοση.


Βιβλιογραφία:

          Dawe. K., (2003), ‘The cultural Study of Musical Instruments’. Στο Clayton, Martin, et al (επιμ.), The cultural Study of music, a critical introduction (NY: Routledge)
 Racy, Ali Jihad, (1994), ‘A Dialectical Perspective on Musical Instruments: The East-Mediterranean Mijwiz’, Ethnomusicology 38: 37-57
Ανωγειανάκης Φ., 1991, Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα (Αθήνα: Μέλισσα)
Μαλιάρας, Νίκος, 2004, «Μουσικά όργανα στους χορούς και τις διασκεδάσεις των Βυζαντινών», Αρχαιολογία και τέχνες 91: 67-71
Λιάβας, Λάμπρος, 1999, «Τα μουσικά όργανα στον Έβρο: παράδοση και νεοτερικότητα», Μουσικές της Θράκης. Μία διεπιστημονική προσέγγιση: Έβρος (Αθήνα: Σύλλογος οι Φίλοι της Μουσικής – Ερευνητικό Πρόγραμμα «Θράκη»), 269-294, 327-340
Μαζαράκη, Δέσποινα. 1984 (1959). Το λαϊκό κλαρίνο (Αθήνα: Κέδρος)

Δικτυακοί τόποι:


Κώστας Αριστόπουλος, http://cpt.pblogs.gr/2011/01/kwstas-aristopoylos.html
Ήπειρος  Πικροδάφνη – ο γιατρός. Wmv, http://www.youtube.com/watch?v=6j3xlXErfhU

MOYΣΙΚΟΛΟΓΙΑ

Μουσικολογία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
Μουσικολογία ονομάζεται η θεωρητική και επιστημονική μελέτη της μουσικής. Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε πρώτα από Γάλλους συγγραφείς (musicologie). Η μουσικολογία καλύπτει ένα ευρύ πεδίο έρευνας και καταπιάνεται με τη μελέτη όχι μόνο της ευρωπαϊκής ή μόνο της έντεχνης όπως ονομάζεται συχνά, μουσικής, αλλά και με τη λαϊκή και την εξω-ευρωπαϊκή μουσική. Οι απαρχές της ευρωπαϊκής μουσικολογίας εντοπίζονται στα έργα των θεωρητικών τως ελληνικής αρχαιότητας, οι οποίοι ανέπτυξαν τις ηθικές και αισθητικές προεκτάσεις της μουσικής. Από τον 10ο αιώνα μ.Χ. και μετά, υπήρξαν αρκετά έργα που πραγματεύονταν την μουσική σημειογραφία, τη μουσική θεωρία, ή τη μουσική διδασκαλία. Στα χρόνια της Αναγέννησης δημοσιεύθηκε σημαντικός αριθμός έργων που πραγματεύονταν την αισθητική, τη θεωρία και την πρακτική της μουσικής καθώς και σχέδια με περιγραφές του τρόπου κατασκευής των μουσικών οργάνων, κατάλογοι οργάνων με τις εικαστικές παραστάσεις τους. Ιστορίες ευρωπαϊκής μουσικής εμφανίστηκαν για πρώτη φορά τον 18ο αιώνα και περιείχαν εκτός άλλων, κριτικές στη μουσική της αρχαιότητας, μελέτες της θρησκευτικής μουσικής τού μεσαίωνα κ.ά.. Η σύγχρονη μουσικολογία, έχει τις ρίζες της στα μέσα του 19ου αιώνα, όπου πρωτοεμφανίζεται το ενδιαφέρον για την εκτέλεση της μουσικής και τη ζωή προγενέστερων συνθετών. Οι επιστήμες της ψυχολογίας και εθνολογίας άσκησαν επιρροή στη μουσικολογία και η μελέτη της σχέσης ανάμεσα στη ζωή και στο έργο των συνθετών φώτισε σε πολλές περιπτώσεις την ίδια τη μουσική. Προς τα μέσα του 20ου αιώνα η μουσικολογία καθιερώθηκε ως μάθημα πολλών πανεπιστημίων ενώ η αυξανόμενη ειδίκευση σε αυτόν τον τομέα οδήγησε σε μεγάλη ανάπτυξη των μουσικών εκδόσεων.

TO ΚΛΑΡΙΝΟ

Το κλαρίνο, το γνωστό σ’ όλους λαϊκό μουσικό όργανο, εμφανίζεται στην Ελλάδα γύρω στα 1835. Στην δυτική Ευρώπη είναι γνωστό ως κλαρινέτο (ή ευθύαυλος) και είναι πνευστό μουσικό όργανο που στη σημερινή του μορφή εμφανίστηκε το 19ο αιώνα ως εξέλιξη ενός παλαιότερου λαϊκού οργάνου που λεγόταν chalumeau (που σημαίνει "κάλαμος") ή zambogne. Βασικό σταθμό αποτελεί η προσθήκη από το Γερμανό Γιόχαν Κρίστοφ Ντέννερ του κλειδιού δίπλα στην πίσω οπή του οργάνου (στα Ελληνικά λέγεται και "ψυχή").
Κατέχει σήμερα βασική θέση στη συμφωνική ορχήστρα, και ανήκει στην κατηγορία των ξύλινων πνευστών. Πολύ σύνηθες είναι το κλαρινέτο και ως μέλος ορχηστρών της τζαζ.
Στην Ελλάδα αλλά και σε πολλές χώρες των Βαλκανίων, αποτελεί ένα από τα βασικά όργανα της παραδοσιακής μουσικής. Δεν είναι απολύτως σίγουρο το πώς το κλαρίνο διαδόθηκε στην Ελλάδα, αντικαθιστώντας άλλα παλαιότερα όργανα όπως η φλογέρα και ο ζουρνάς.
Το πιθανότερο είναι ότι προήλθε από τη διαδικασία εκσυγχρονισμού των μουσικών του τουρκικού στρατού στις αρχές του 19ου αιώνα, οι οποίοι μεταξύ άλλων υιοθέτησαν και το κλαρίνο. Κατά μια απλούστερη εκδοχή, το κλαρίνο πέρασε στους Έλληνες από τους Τούρκους ή τουρκόγυφτους περιοδεύοντες μουσικούς, οι οποίοι το έφεραν από την Ευρώπη τον καιρό της τουρκοκρατίας. Είναι πασίγνωστο το ειδικό βάρος που έχει το κλαρίνο στη Ελληνική δημοτική μουσική.
Πρωτοεμφανίζεται στη βόρεια Ελλάδα, την Ήπειρο και τη δυτική Μακεδονία και διαδόθηκε σε όλες τις γωνιές της χώρας, ιδιαίτερα δε στην Πελοπόννησο, στη Στερεά, στην Ήπειρο και στη Θεσσαλία, χωρίς να λείπει και από την υπόλοιπη επικράτεια. Μαζί, αρχικά με το βιολί και το λαούτο και αργότερα και με το σαντούρι, αποτελούν την κομπανία, το κατεξοχήν λαϊκό μουσικό σχήμα πού αντικαθιστά σιγά-σιγά την πατροπαράδοτη ζύγια νταούλι-ζουρνά. 
Το κλαρίνο διαδόθηκε εύκολα, λόγω της απόδοσής του και ίσως λόγω και της επιρροής του ως ένα μοντέρνο όργανο κατ' ευθείαν από τις συμφωνικές ορχήστρες της Δύσης.
Σίγουρα όμως το κλαρίνο επικράτησε κυρίως λόγω των μεγάλων του μουσικών ικανοτήτων και του τόσο ταιριαστού στην Ελληνική μουσική ήχου του, που οι Έλληνες αγάπησαν αμέσως. Η έκτασή το διαχωρίζει σαφώς από τα απλούστερα παρόμοια όργανα, όπως η φλογέρα και το σουραύλι, που έχουν σαφώς μικρότερες δυνατότητες. Η "άλωση" της δημοτικής μουσικής από το κλαρίνο ήταν τόσο καθολική, που σήμερα για τους περισσότερους Έλληνες είναι αδιανόητη η αποσύνδεσή της από αυτό.
Οι Έλληνες οργανοπαίκτες εξέλιξαν την τεχνική του παιξίματος του οργάνου. Η εξέλιξη αυτή ήταν σταδιακή και έχει σήμερα κλείσει έναν πολύ μεγάλο κύκλο, καταλήγοντας σε έναν χαρακτηριστικό και εύκολα αναγνωρίσιμο ήχο, σε ότι αφορά την παραδοσιακή μουσική μας. Η καταγεγραμμένη από τις αρχές του αιώνα δεξιοτεχνία στο παίξιμο του κλαρίνου μαρτυρούν αυτήν την εξέλιξη, ενώ η διάδοσή του είναι ακόμα εξαιρετικά μεγάλη, ακόμα και εκτός της παραδοσιακής Ελληνικής μουσικής.
Το κλαρίνο αποτελεί τον τελευταίο μεγάλο σταθμό στην πορεία της οργανικής μουσικής στα νεοελληνικά αερόφωνα.
Έχει επίμηκες σωληνωτό σχήμα, ενώ στο σώμα του διακρίνονται έξι βασικές οπές μπροστά και μία οπή στην πίσω πλευρά, μοιάζοντας οπτικά με φλογέρα και άλλα αντίστοιχα πνευστά μουσικά όργανα. Επιπλέον όμως, το κλαρινέτο έχει και μια σειρά από μεταλλικά κλειδιά που καλύπτουν ή αποκαλύπτουν άλλες οπές στο σώμα του. Ο ήχος του κλαρινέτου προέρχεται από το παλλόμενο επιγλωσσίδιο που βρίσκεται τοποθετημένο στο επιστόμιο στην κορυφή του οργάνου, και στο οποίο στερεώνεται μέσω του σφιγκτήρα. Πρωταρχικό ρόλο στην τεχνική του κλαρίνου  παίζει το φύσημα. Με την ανάλογη πίεση στο καλάμι του επιστόμιου του οργάνου ανεβαίνει ή κατεβαίνει το τονικό ύψος κάθε φθόγγου, ενώ το «γλίστρημα» των φθόγγων (κλισάντο) μπορεί να γίνει και με το φύσημα και με τα δάκτυλα.
Τα κλαρίνα πού χρησιμοποιούν σήμερα οι λαϊκοί οργανοπαίκτες είναι συνήθως σε σιμπεμόλ (= σι ύφεση) ή λα κυρίως. Στη Θράκη παίζουν με σολ. Παλιότερα όμως έπαιζαν κλαρίνα με ντο λόγω της έντασης και της οξύτητας του ήχου που έχουν (δυνατά και πρίμα). Την ονομασία αυτή την παίρνουν από την οξύτητα του ήχου (δηλ. ποια νότα ακούμε) όταν στο κλαρίνο παίζουμε το ντο.
Το κλαρίνο αναγνωρίζεται ως εθνικό όργανο, και στα χέρια άξιων μουσικών γίνεται το κατεξοχήν εκφραστικό μουσικό όργανο στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Με το κλαρίνο η δημοτική μελωδία ζει μια νέα λαμπερή περίοδο στον τομέα της οργανικής μουσικής. Γιατί ό,τι κυρίως χαρακτηρίζει το δημοτικό τραγούδι στα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια, δεν είναι ή δημιουργία νέων μελωδιών, αλλά ή επεξεργασία των παλιών. Και στον τομέα αυτόν ο ρόλος του κλαρίνου στάθηκε αποφασιστικός.
 Το κλαρίνο αποτελεί έναν από τους αντιπροσωπευτικούς συντελεστές και μαζί φορείς του πνεύματος πού χαρακτηρίζει το δημοτικό τραγούδι στα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια.

 Πηγές :
  • Εγκυκλοπαίδεια λαϊκών μουσικών οργάνων Φοίβου Ανωγειανάκη.
  • Βαγγελάκης Απόστολος, Η τεχνική του παραδοσιακού κλαρίνου, εκδ. Fagotto, Αθήνα 2006, σελ. 98.
  • Μαζαράκη Δέσποινα, Το λαϊκό κλαρίνο στην Ελλάδα: Με είκοσι μουσικά παραδείγματα, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1985, σελ. 152.

Τρίτη 1 Μαρτίου 2011

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ
Τα μουσικά όργανα είναι κατασκευές που παράγουν μουσικούς ήχους. Το σχήμα και ο τεχνικός τους μηχανισμός είναι κατάλληλα για να μπορούν τα χέρια και η αναπνοή των εκτελεστών να δίνουν μελωδίες με το ηχόχρωμα του καθενός.
Και υπάρχουν σε όλους τους πολιτισμούς και τους λαούς της γης. Κι ενώ είναι από τα ίδια υλικά φτιαγμένα, ηχούν τόσο διαφορετικά από τόπο σε τόπο και τόσο μοναδικά που μας υποδεικνύουν πόσο πρέπει να σεβόμαστε τον πολιτισμό και την παράδοση του κάθε λαού.
ΙΔΙΟΦΩΝΑ
Ιδιόφωνα λέγονται τα όργανα που το καθένα από την ίδια του την κατασκευή μας δίνει την ηχητικά χαρακτηριστική φωνή του.
Λαλίτσες:
Μικρά κανατάκια που όταν φυσάς στο μικρό τους στόμιο, το νερό μέσα στο στρογγυλό, μικρό τους σώμα γουργουρίζει. Ο ήχος τους μοιάζει με κελάηδημα πουλιών.
          Κοχύλας ή Μπουρού:
Εμείς στην Ελλάδα έχουμε γύρω μας όμορφες θάλασσες και ακρογιαλιές. Οι ψαράδες ρίχνουν τα δίχτυα τους για να γεμίσουν ψάρια. Βρίσκουν όμως πολλές φορές μεγάλα κοχύλια που έχουν μέσα τους ένα ζωντανό οργανισμό. Τα βράζουν σε ζεματιστό νερό για να μείνει άδειος αυτός ο όμορφος Κοχύλας ή Μπουρού, όπως λέγεται, για να σφυρίξουν όταν καθαριστεί και δεν έχει πια τίποτα μέσα.
Τρίβουν την άκρη του πολύ προσεκτικά, σε μια σκληρή πέτρα, για να ανοίξει μια μικρή τρύπα. Εκεί θα είναι το μέρος που θα φυσήξουν.
Κάθε κοχύλι έχει το δικό του μουσικό τόνο και από αυτόν τον ήχο καταλαβαίνουν ποιος είναι εκείνος που σφυρίζει.
Η μπουρού παλιά ήταν πολύ χρήσιμη στα νησιά γιατί οι νησιώτες έδιναν διάφορα μηνύματα. Πότε άραξε το καράβι και πότε θα φύγει κάποιο άλλο. Όταν βρεθούν όμως σε κίνδυνο με την ομίχλη, μπουρμπουρίζουν για να τους έρθει βοήθεια.
Βούγκες:
Σε μας, εδώ στην Ελλάδα δένουν τα παιδιά ένα μικρό ξύλο, όχι πολύ ελαφρύ, με ένα σπάγκο και το στριφογυρίζουν γύρω - γύρω με δύναμη. Τότε ακούγεται ένα βουητό που είναι πολύ διασκεδαστικό. Βούγκες τις λένε.
Η ροκάνα:
Οι λαϊκές ροκάνες είναι ξύλινες και τις ακούμε στις αποκριάτικες γιορτές. Αλλά πιο παλιά οι παπάδες στις εκκλησιές χτυπούσαν τις ροκάνες για να καλέσουν τους πιστούς να πάνε στη λειτουργία. Οι χωρικοί «σκιάζανε τα άγρια» δηλαδή με το θόρυβο της ροκάνας τρόμαζαν τα πουλιά ή τα αρπαχτικά ζώα, όταν πλησιάζανε στα περιβόλια και έτρωγαν τις σοδειές τους.
Κουτάλια:
Εδώ στον τόπο μας, μας αρέσει πάρα πολύ ο χορός. Ο ρυθμός, που είναι πολύ χαρακτηριστικό στοιχείο για την ταχύτητα ή τον τρόπο των βημάτων των χορευτών, έχει πολλές ποικιλίες για το όλο ζωντάνεμα του χορού. Μερικές φορές, οι χορευτές βαστάνε ξύλινα κουτάλια για να συνοδεύσουν με ποικίλα χτυπήματα και ρυθμούς το χορό τους.
Μη νομίζετε πως είναι κανένα ιδιαίτερο μουσικό όργανο. Ξύλινα κουτάλια που τα μεταχειρίζονται ακόμα και σήμερα στα χωριά για να μαγειρεύουν ή να τρώνε τη σούπα τους. Μερικά είναι και πολύ όμορφα σκαλισμένα ή ζωγραφισμένα.
Κουδούνια:
Άλλη ομάδα από τα ιδιόφωνα είναι τα οργανάκια που άμα τα χτυπήσουμε ή τα κουνήσουμε, συνεχίζουν να μας δίνουν τη συνέχεια της φωνής τους ή του ήχου τους. Δεν είναι σαν τα ξύλινα που ο ήχος σταματάει ξαφνικά και είναι ξερός. Αυτά είναι τα κουδούνια και όλα όσα έχουν καμπανιστό ήχο.
Κάθε κουδούνι έχει τον δικό του ήχο και οι τσοπάνηδες ψάχνουν για να βρουν τον ήχο που ταιριάζει στο κοπάδι τους.
Αρχικά το κουδούνι ήταν ένα φυλαχτό που προστάτευε τα ζώα από τα κακά πνεύματα. Τον ίδιο προορισμό είχε αρχικά το κουδούνι και στους ιερούς χώρους, δηλαδή να προστατεύει τους πιστούς, με τη μαγική δύναμη του ήχου και όχι για να τους καλεί στη λειτουργία.
         
Ζίλια:
Τα Ζίλια είναι μικρά οργανάκια που ακούγονται σαν συνοδεία στα κάλαντα, στους γάμους και στα πανηγύρια και ακόμα στους χορούς που οι χορεύτριες χτυπάνε με τα δάχτυλά τους διάφορους ρυθμούς στα χορευτικά βήματα που κάνουν. Στις βυζαντινές τοιχογραφίες τα ζίλια, δηλαδή τα μικρά κύμβαλα, τα βλέπουμε συχνά.
Τρίγωνο:
Τελειώνουμε την οικογένεια των ιδιόφωνων με το πολύ γνωστό σε όλους μας τρίγωνο. Κρεμιέται σε ένα κορδονάκι και με ένα σιδερένιο ραβδάκι χτυπιέται για να κάνει τον καμπανιστό ήχο του.
ΜΕΜΒΡΑΝΟΦΩΝΑ
          Μεμβράνη είναι το πετσί που τεντώνεται σε μια στέρεη βάση και έτσι έχει τη δυνατότητα, από τα ρυθμικά χτυπήματα που δέχεται, να δίνει τους ηχητικούς κραδασμούς και να είναι το βασικό βοήθημα για τη ρυθμική συνοδεία των τραγουδιών και των χορών.
Το Νταούλι είναι το πιο μεγάλο τύμπανο και οι μουσικοί που το παίζουν λέγονται νταουλιέρηδες. Το χτυπάνε με τα νταουλόξυλα, τον κόπανο και την βέργα.
Το ντέφι που λέγεται και νταχαρές ή νταϊρές. Για να έχει αυτό το διαφορετικό χαρακτηριστικό ήχο, του προσθέτουν γύρω - γύρω μερικά ζίλια. Οι ικανοί οργανοπαίχτες ξέρουν και κάνουν με το ντέφι πολλές ηχητικές ποικιλίες για να ανάβει το γλέντι.
Το τουμπελέκι είναι πήλινο και το στολίζουν με όμορφα σχέδια. Μοιάζει σαν βάζο και παίζεται με πολλούς τρόπους, στην άκρη ή στη μέση, με όλη την παλάμη ή με τα δάχτυλα.
ΑΕΡΟΦΩΝΑ
          Τα αερόφωνα είναι τα όργανα που είναι πιο κοντά στη δική μας ανθρώπινη φύση. Χρειάζονται την ανάσα μας, τον αέρα που θα φυσήξουμε μέσα τους.
          Και είναι πολύ σπουδαίο, γιατί η έκφραση που έρχεται από τον ίδιο μας τον εαυτό, περνάει μέσα στους σωλήνες (καλαμένιους, ξύλινους ή κοκάλινους) και ο ήχος είναι πραγματικά πολύ εκφραστικός.
          Υπάρχουν τρία ποιμενικά καλαμένια διαφορετικά όργανα: οι φλογέρες, τα σουραύλια και οι μαντούρες. Το διαφορετικό που έχουν είναι  η άκρη τους που εκεί ακουμπάμε τα χείλια μας για να πάιξουμε.
          Οι φλογέρες είναι η καλύτερη παρέα των τσοπάνηδων. Ορισμένες μελωδίες που παίζουν τις αναγνωρίζουν σιγά - σιγά τα ζώα του κοπαδιού. Καταλαβαίνουν δηλαδή ποιο είναι το τραγούδι για τη νυχτερινή βοσκή ή για την μεσημβρινή ξεκούραση.
                             
Το σουραύλι μοιάζει με την φλογέρα μόνο που το άνοιγμα του καλαμιού δεν είναι στο πάνω μέρος αλλά λοξά στην άκρη. Στην Κρήτη ονομάζεται Θιαμπόλι.
Η Μαντούρα έχει την επάνω μεριά του καλαμιού λεπτή και κλειστή με έναν κόμπο. Στα νησιά του Αιγαίου και στην Κρήτη ακούγεται πάρα πολύ η μαντούρα.
Ο Ζουρνάς. Ονομάζεται και καραμούζα ή πίπιζα. Παίζεται πάντα με το νταούλι στα πανηγύρια γιατί ο ήχος του είναι δυνατός και διαπεραστικός. Ο οργανοπαίχτης φυσάει από ένα ειδικό γλωσσίδι που λέγεται τσαμπούνα.
Στην Ελλάδα έχουμε δύο τύπους άσκαυλου (ασκί και αυλός): Την τσαμπούνα και την Γκάιντα.
Η τσαμπούνα αποτελείται από το ασκί που είναι τομάρι κατσίκας ή αρνιού. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της και η δυσκολία της να παιχτεί είναι ότι ο τσαμπουνάρης βαστάει το ασκί κάτω από την αριστερή του μασχάλη. Φυσάει από το φυσητάρι για να γεμίσει το ασκί αέρα και παίζει με τα δάχτυλά του στις δύο μπιμπικομάνες.
Η γκάιντα παίζεται περισσότερο στη Μακεδονία και τη Θράκη. Μοιάζει με την τσαμπούνα, έχει όμως τρεις αυλούς δεμένους στο ασκί της. Στις μελωδίες που παίζει ο γκαϊτιέρης ηχεί παράλληλα και πάντοτε ο ίδιος ήχος που έχει το μπουρί. Έχουμε δηλαδή δύο φωνές συγχρόνως. Τη μελωδία και το ίσο.
Το κλαρίνο είναι το πιο νέο όργανο στη μουσική μας παράδοση. Έρχεται στην Ελλάδα μετά το 1835 από την Ευρώπη. Σιγά - σιγά όμως έγινε πολύ σημαντικό για τη δημοτική μας μουσική, γιατί με τις τεχνικές δυνατότητες που έχει, στολίζει με πολλά μελωδικά ποικίλματα τα τραγούδια, καταφέρνοντας μάλιστα κάποιες φορές και να «συνομιλεί» με τους τραγουδιστές.
Οι Έλληνες οργανοπαίχτες, με τον τρόπο που το παίζουν, το κάνουν να ακούγεται πολύ διαφορετικά απ’ ότι στις άλλες χώρες της Ευρώπης.
ΧΟΡΔΟΦΩΝΑ
          Χορδόφωνα είναι τα όργανα που έχουν χορδές για να δίνουν το διαφορετικό ηχόχρωμα από τις άλλες ομάδες οργάνων.
          Μια χορδή δίνει ανάλογα με το μήκος της διαφορετικούς τόνους. Αν είναι μεγάλη, ο ήχος είναι βαθύτερος, γιατί οι κραδασμοί της είναι πιο αργοί. Αν όμως αυτή την ίδια σε πάχος χορδή την κοντύνουμε, ο ήχος θα είναι πιο οξύς, γιατί οι κραδασμοί (οι παλμικές κινήσεις) θα είναι πιο σύντομες.
Οι τεντωμένες χορδές στα έγχορδα όργανα παίζονται με πολλούς τρόπους: με το δοξάρι, με τα δάχτυλα, με την πένα ή τις μπαγκέτες.
Τα όργανα που για να ηχήσουν, πρέπει οι χορδές τους να τσιμπηθούν με τα δάχτυλα ή με την πένα, λέγονται νυκτά.
Ταμπουράς είναι το όνομα που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες από πολύ παλιά για μια σειρά νυκτών οργάνων.
Ο ταμπουράς είναι ένα πολύ δύσκολο όργανο στο παίξιμό του. Σήμερα, απ’ αυτήν την οικογένεια, χρησιμοποιούνται περισσότερο το μπουζούκι και ο μπαγλαμάς.
Τα δύο αυτά όργανα είναι γνωστά από παλιά. Στην Ελλάδα όμως ήρθαν μετά την καταστροφή των Ελλήνων στη Μικρά Ασία το 1923. Τότε οι Έλληνες που ζούσαν εκεί, ήρθαν και μείνανε εδώ στην Ελλάδα. Μαζί τους φτάσανε και οι ήχοι των δύο αυτών οργάνων.
Το μπουζούκι, το όργανο που έκανε διεθνώς γνωστή την ελληνική λαϊκή μουσική, ήρθε μαζί με το όνομά του (bozuk) από την Τουρκία.
Το Λαγούτο που είναι γνωστό και σαν λαβούτο ή λαούτο.
Έχει μεγάλο, αχλαδόσχημο ηχείο και μακρύ χέρι. Το λαγούτο είναι το όργανο που κρατάει το ρυθμό, συνοδεύοντας τους τραγουδιστές ή τους βιολιτζήδες και τους χορευτές. Σε όλη την Ελλάδα - ιδιαίτερα όμως στα νησιά ή στις παράλιες πόλεις είναι ο «αρχηγός», που τα μελωδικά όργανα θα κάνουν τις χιλιάδες όμορφες παραλλαγές τους και στολίσματα στα τραγούδια.
Το λαγούτο έπαιξε έναν σπουδαίο και σημαντικό ρόλο στην παγκόσμια ιστορία της μουσικής, για πολλά χρόνια (15ος - 18ος αιώνας).
Το Ούτι έχει κι αυτό μεγάλο αχλαδόσχημο ηχείο, το χέρι του όμως είναι πιο πλατύ από του λαγούτου και καταλήγει σχεδόν σε ορθή γωνία. Είναι το μόνο όργανο που δεν έχει τάστα.
Το σαντούρι που παίζεται ακουμπισμένο σε ένα τραπέζι, έχει χορδές που είναι τεντωμένες οριζόντια σε ένα κομμάτι ξύλο, πιασμένες από κάτι μικρά καρφάκια στην άκρη του οργάνου. Όταν οι οργανοπαίχτες περπατούν παίζοντας στα πανηγύρια και στους γάμους, τότε το κρεμάνε με ένα γερό πλατύ πετσί στο λαιμό τους για να είναι οριζόντιο μπροστά τους και να μπορούν να χτυπάνε τις χορδές με τις μπαγκέτες. Οι μπαγκέτες έχουν τη μια τους άκρη λυγισμένη λίγο. Αυτή η άκρη τυλίγεται σφιχτά με βαμβάκι ή δέρμα. Το ντυμένο άκρο της μπαγκέτας χτυπάει σαν σφυράκι πάνω στις χορδές. Ο οργανοπαίχτης παίζει βέβαια τις μελωδίες και με τα δυο του χέρια, δουλεύοντας τις μπαγκέτες πολύ γρήγορα.
Το κανονάκι ή ψαλτήριο έχει σχήμα ορθογώνιου τραπεζίου, με ανοιχτές τρύπες και όμορφα διακοσμητικά σχέδια. Μοιάζει με το σαντούρι. Για την κάθε νότα υπάρχουν τρεις χορδές, στο ίδιο ύψος και οι τρεις. Ο οργανοπαίχτης κάθεται και ακουμπά στα πόδια του το κανονάκι. Βάζει στους δείχτες των δύο χεριών του τις δαχτυλήθρες και εκεί στερεώνει τις πένες ή τα νύχια. Έτσι τσιμπάει με ακρίβεια τις χορδές που πρέπει.
Οι λύρες.
Δύο τύπους λύρας συναντάμε στην Ελλάδα: την κρητική ή νησιώτικη λύρα και την ποντιακή.
Το παίξιμο της κρητικής λύρας έχει μια πρωτοτυπία. Ο λυράρης δεν πιέζει τις χορδές με το δάχτυλο, αλλά ακουμπάει το νύχι του πλάι στην χορδή.
Το δοξάρι της λύρας έχει συνήθως στερεωμένα πάνω του μικρά κουδουνάκια που λέγονται γερακοκούδουνα και ηχούν κρατώντας τους ρυθμούς ανάλογα με την κίνηση του δοξαριού.
Το στόλισμα της λύρας που μπορεί να είναι σκαλισμένα σχήματα στην πλάτη της σκάφης, είναι πάντα μια ατέλειωτη πρόκληση στην έμπνευση των κατασκευαστών να την κάνουν πολύ όμορφη.
Ο κεμεντζές είναι η λύρα που παίζεται στον Πόντο. Σχεδόν πάντα παίζεται μόνη της χωρίς να χρειάζεται συνοδεία από άλλα όργανα. Ο εκτελεστής, τις περισσότερες φορές, την ακουμπάει στο αριστερό του πόδι.
Το βιολί, το κύριο μουσικό όργανο της συμφωνικής ορχήστρας, αλλά και μια δύσκολη τεχνική μελέτη για τα παιδιά ή για τα νεαρά άτομα που σπουδάζουν αυτό το όργανο στα ωδεία.
Οι περισσότεροι όμως λαϊκοί βιολιστές δεν έχουν σπουδάσει στα ωδεία. Έχουν μεγάλη βοήθεια το μουσικό τους ένστικτο, δηλαδή το σωστό αυτί, τη μουσική τους μνήμη, που θυμούνται χιλιάδες τραγούδια χωρίς να διαβάζουν νότες και τη χαρά να συμπαρασέρνουν τους τραγουδιστές και τους χορευτές στους πανηγυριώτικους χορούς.
Βέβαια, αυτοί οι μουσικοί δεν μπορούν να παίξουν άλλα είδη μουσικής, που χρειάζεται κανείς να ξέρει να διαβάζει νότες για να τα παίξει. Αλλά έτσι συμβαίνει στη μουσική, όπως συμβαίνει και στη ζωή μας. Κανένας δεν μπορεί να ξέρει να μας μιλήσει για τα πάντα. Έτσι κι ένας μουσικός δεν είναι υποχρεωμένος να παίζει όλα τα είδη μουσικής.
Οι λαϊκοί βιολιστές λοιπόν, μπορεί να μην έχουν την τεχνική ικανότητα των μουσικών της συμφωνικής ορχήστρας, όμως το βιολί τους στη λαϊκή δημοτική μουσική τραγουδάει σαν το πιο γλυκό αηδονάκι.
Το βιολί έχει τέσσερις χορδές που ο εκτελεστής τις χαϊδεύει με το δοξάρι, ένα ξύλινο ραβδάκι που στις άκρες του τεντώνονται τρίχες από ουρά αλόγου ή από συνθετικές ίνες.
(Το κείμενο προέρχεται από την ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.peemde.gr/portal/index.php?option=com_content&task=view&id=71&Itemid=36)