Τρίτη 1 Μαρτίου 2011

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ
Τα μουσικά όργανα είναι κατασκευές που παράγουν μουσικούς ήχους. Το σχήμα και ο τεχνικός τους μηχανισμός είναι κατάλληλα για να μπορούν τα χέρια και η αναπνοή των εκτελεστών να δίνουν μελωδίες με το ηχόχρωμα του καθενός.
Και υπάρχουν σε όλους τους πολιτισμούς και τους λαούς της γης. Κι ενώ είναι από τα ίδια υλικά φτιαγμένα, ηχούν τόσο διαφορετικά από τόπο σε τόπο και τόσο μοναδικά που μας υποδεικνύουν πόσο πρέπει να σεβόμαστε τον πολιτισμό και την παράδοση του κάθε λαού.
ΙΔΙΟΦΩΝΑ
Ιδιόφωνα λέγονται τα όργανα που το καθένα από την ίδια του την κατασκευή μας δίνει την ηχητικά χαρακτηριστική φωνή του.
Λαλίτσες:
Μικρά κανατάκια που όταν φυσάς στο μικρό τους στόμιο, το νερό μέσα στο στρογγυλό, μικρό τους σώμα γουργουρίζει. Ο ήχος τους μοιάζει με κελάηδημα πουλιών.
          Κοχύλας ή Μπουρού:
Εμείς στην Ελλάδα έχουμε γύρω μας όμορφες θάλασσες και ακρογιαλιές. Οι ψαράδες ρίχνουν τα δίχτυα τους για να γεμίσουν ψάρια. Βρίσκουν όμως πολλές φορές μεγάλα κοχύλια που έχουν μέσα τους ένα ζωντανό οργανισμό. Τα βράζουν σε ζεματιστό νερό για να μείνει άδειος αυτός ο όμορφος Κοχύλας ή Μπουρού, όπως λέγεται, για να σφυρίξουν όταν καθαριστεί και δεν έχει πια τίποτα μέσα.
Τρίβουν την άκρη του πολύ προσεκτικά, σε μια σκληρή πέτρα, για να ανοίξει μια μικρή τρύπα. Εκεί θα είναι το μέρος που θα φυσήξουν.
Κάθε κοχύλι έχει το δικό του μουσικό τόνο και από αυτόν τον ήχο καταλαβαίνουν ποιος είναι εκείνος που σφυρίζει.
Η μπουρού παλιά ήταν πολύ χρήσιμη στα νησιά γιατί οι νησιώτες έδιναν διάφορα μηνύματα. Πότε άραξε το καράβι και πότε θα φύγει κάποιο άλλο. Όταν βρεθούν όμως σε κίνδυνο με την ομίχλη, μπουρμπουρίζουν για να τους έρθει βοήθεια.
Βούγκες:
Σε μας, εδώ στην Ελλάδα δένουν τα παιδιά ένα μικρό ξύλο, όχι πολύ ελαφρύ, με ένα σπάγκο και το στριφογυρίζουν γύρω - γύρω με δύναμη. Τότε ακούγεται ένα βουητό που είναι πολύ διασκεδαστικό. Βούγκες τις λένε.
Η ροκάνα:
Οι λαϊκές ροκάνες είναι ξύλινες και τις ακούμε στις αποκριάτικες γιορτές. Αλλά πιο παλιά οι παπάδες στις εκκλησιές χτυπούσαν τις ροκάνες για να καλέσουν τους πιστούς να πάνε στη λειτουργία. Οι χωρικοί «σκιάζανε τα άγρια» δηλαδή με το θόρυβο της ροκάνας τρόμαζαν τα πουλιά ή τα αρπαχτικά ζώα, όταν πλησιάζανε στα περιβόλια και έτρωγαν τις σοδειές τους.
Κουτάλια:
Εδώ στον τόπο μας, μας αρέσει πάρα πολύ ο χορός. Ο ρυθμός, που είναι πολύ χαρακτηριστικό στοιχείο για την ταχύτητα ή τον τρόπο των βημάτων των χορευτών, έχει πολλές ποικιλίες για το όλο ζωντάνεμα του χορού. Μερικές φορές, οι χορευτές βαστάνε ξύλινα κουτάλια για να συνοδεύσουν με ποικίλα χτυπήματα και ρυθμούς το χορό τους.
Μη νομίζετε πως είναι κανένα ιδιαίτερο μουσικό όργανο. Ξύλινα κουτάλια που τα μεταχειρίζονται ακόμα και σήμερα στα χωριά για να μαγειρεύουν ή να τρώνε τη σούπα τους. Μερικά είναι και πολύ όμορφα σκαλισμένα ή ζωγραφισμένα.
Κουδούνια:
Άλλη ομάδα από τα ιδιόφωνα είναι τα οργανάκια που άμα τα χτυπήσουμε ή τα κουνήσουμε, συνεχίζουν να μας δίνουν τη συνέχεια της φωνής τους ή του ήχου τους. Δεν είναι σαν τα ξύλινα που ο ήχος σταματάει ξαφνικά και είναι ξερός. Αυτά είναι τα κουδούνια και όλα όσα έχουν καμπανιστό ήχο.
Κάθε κουδούνι έχει τον δικό του ήχο και οι τσοπάνηδες ψάχνουν για να βρουν τον ήχο που ταιριάζει στο κοπάδι τους.
Αρχικά το κουδούνι ήταν ένα φυλαχτό που προστάτευε τα ζώα από τα κακά πνεύματα. Τον ίδιο προορισμό είχε αρχικά το κουδούνι και στους ιερούς χώρους, δηλαδή να προστατεύει τους πιστούς, με τη μαγική δύναμη του ήχου και όχι για να τους καλεί στη λειτουργία.
         
Ζίλια:
Τα Ζίλια είναι μικρά οργανάκια που ακούγονται σαν συνοδεία στα κάλαντα, στους γάμους και στα πανηγύρια και ακόμα στους χορούς που οι χορεύτριες χτυπάνε με τα δάχτυλά τους διάφορους ρυθμούς στα χορευτικά βήματα που κάνουν. Στις βυζαντινές τοιχογραφίες τα ζίλια, δηλαδή τα μικρά κύμβαλα, τα βλέπουμε συχνά.
Τρίγωνο:
Τελειώνουμε την οικογένεια των ιδιόφωνων με το πολύ γνωστό σε όλους μας τρίγωνο. Κρεμιέται σε ένα κορδονάκι και με ένα σιδερένιο ραβδάκι χτυπιέται για να κάνει τον καμπανιστό ήχο του.
ΜΕΜΒΡΑΝΟΦΩΝΑ
          Μεμβράνη είναι το πετσί που τεντώνεται σε μια στέρεη βάση και έτσι έχει τη δυνατότητα, από τα ρυθμικά χτυπήματα που δέχεται, να δίνει τους ηχητικούς κραδασμούς και να είναι το βασικό βοήθημα για τη ρυθμική συνοδεία των τραγουδιών και των χορών.
Το Νταούλι είναι το πιο μεγάλο τύμπανο και οι μουσικοί που το παίζουν λέγονται νταουλιέρηδες. Το χτυπάνε με τα νταουλόξυλα, τον κόπανο και την βέργα.
Το ντέφι που λέγεται και νταχαρές ή νταϊρές. Για να έχει αυτό το διαφορετικό χαρακτηριστικό ήχο, του προσθέτουν γύρω - γύρω μερικά ζίλια. Οι ικανοί οργανοπαίχτες ξέρουν και κάνουν με το ντέφι πολλές ηχητικές ποικιλίες για να ανάβει το γλέντι.
Το τουμπελέκι είναι πήλινο και το στολίζουν με όμορφα σχέδια. Μοιάζει σαν βάζο και παίζεται με πολλούς τρόπους, στην άκρη ή στη μέση, με όλη την παλάμη ή με τα δάχτυλα.
ΑΕΡΟΦΩΝΑ
          Τα αερόφωνα είναι τα όργανα που είναι πιο κοντά στη δική μας ανθρώπινη φύση. Χρειάζονται την ανάσα μας, τον αέρα που θα φυσήξουμε μέσα τους.
          Και είναι πολύ σπουδαίο, γιατί η έκφραση που έρχεται από τον ίδιο μας τον εαυτό, περνάει μέσα στους σωλήνες (καλαμένιους, ξύλινους ή κοκάλινους) και ο ήχος είναι πραγματικά πολύ εκφραστικός.
          Υπάρχουν τρία ποιμενικά καλαμένια διαφορετικά όργανα: οι φλογέρες, τα σουραύλια και οι μαντούρες. Το διαφορετικό που έχουν είναι  η άκρη τους που εκεί ακουμπάμε τα χείλια μας για να πάιξουμε.
          Οι φλογέρες είναι η καλύτερη παρέα των τσοπάνηδων. Ορισμένες μελωδίες που παίζουν τις αναγνωρίζουν σιγά - σιγά τα ζώα του κοπαδιού. Καταλαβαίνουν δηλαδή ποιο είναι το τραγούδι για τη νυχτερινή βοσκή ή για την μεσημβρινή ξεκούραση.
                             
Το σουραύλι μοιάζει με την φλογέρα μόνο που το άνοιγμα του καλαμιού δεν είναι στο πάνω μέρος αλλά λοξά στην άκρη. Στην Κρήτη ονομάζεται Θιαμπόλι.
Η Μαντούρα έχει την επάνω μεριά του καλαμιού λεπτή και κλειστή με έναν κόμπο. Στα νησιά του Αιγαίου και στην Κρήτη ακούγεται πάρα πολύ η μαντούρα.
Ο Ζουρνάς. Ονομάζεται και καραμούζα ή πίπιζα. Παίζεται πάντα με το νταούλι στα πανηγύρια γιατί ο ήχος του είναι δυνατός και διαπεραστικός. Ο οργανοπαίχτης φυσάει από ένα ειδικό γλωσσίδι που λέγεται τσαμπούνα.
Στην Ελλάδα έχουμε δύο τύπους άσκαυλου (ασκί και αυλός): Την τσαμπούνα και την Γκάιντα.
Η τσαμπούνα αποτελείται από το ασκί που είναι τομάρι κατσίκας ή αρνιού. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της και η δυσκολία της να παιχτεί είναι ότι ο τσαμπουνάρης βαστάει το ασκί κάτω από την αριστερή του μασχάλη. Φυσάει από το φυσητάρι για να γεμίσει το ασκί αέρα και παίζει με τα δάχτυλά του στις δύο μπιμπικομάνες.
Η γκάιντα παίζεται περισσότερο στη Μακεδονία και τη Θράκη. Μοιάζει με την τσαμπούνα, έχει όμως τρεις αυλούς δεμένους στο ασκί της. Στις μελωδίες που παίζει ο γκαϊτιέρης ηχεί παράλληλα και πάντοτε ο ίδιος ήχος που έχει το μπουρί. Έχουμε δηλαδή δύο φωνές συγχρόνως. Τη μελωδία και το ίσο.
Το κλαρίνο είναι το πιο νέο όργανο στη μουσική μας παράδοση. Έρχεται στην Ελλάδα μετά το 1835 από την Ευρώπη. Σιγά - σιγά όμως έγινε πολύ σημαντικό για τη δημοτική μας μουσική, γιατί με τις τεχνικές δυνατότητες που έχει, στολίζει με πολλά μελωδικά ποικίλματα τα τραγούδια, καταφέρνοντας μάλιστα κάποιες φορές και να «συνομιλεί» με τους τραγουδιστές.
Οι Έλληνες οργανοπαίχτες, με τον τρόπο που το παίζουν, το κάνουν να ακούγεται πολύ διαφορετικά απ’ ότι στις άλλες χώρες της Ευρώπης.
ΧΟΡΔΟΦΩΝΑ
          Χορδόφωνα είναι τα όργανα που έχουν χορδές για να δίνουν το διαφορετικό ηχόχρωμα από τις άλλες ομάδες οργάνων.
          Μια χορδή δίνει ανάλογα με το μήκος της διαφορετικούς τόνους. Αν είναι μεγάλη, ο ήχος είναι βαθύτερος, γιατί οι κραδασμοί της είναι πιο αργοί. Αν όμως αυτή την ίδια σε πάχος χορδή την κοντύνουμε, ο ήχος θα είναι πιο οξύς, γιατί οι κραδασμοί (οι παλμικές κινήσεις) θα είναι πιο σύντομες.
Οι τεντωμένες χορδές στα έγχορδα όργανα παίζονται με πολλούς τρόπους: με το δοξάρι, με τα δάχτυλα, με την πένα ή τις μπαγκέτες.
Τα όργανα που για να ηχήσουν, πρέπει οι χορδές τους να τσιμπηθούν με τα δάχτυλα ή με την πένα, λέγονται νυκτά.
Ταμπουράς είναι το όνομα που χρησιμοποιούσαν οι Έλληνες από πολύ παλιά για μια σειρά νυκτών οργάνων.
Ο ταμπουράς είναι ένα πολύ δύσκολο όργανο στο παίξιμό του. Σήμερα, απ’ αυτήν την οικογένεια, χρησιμοποιούνται περισσότερο το μπουζούκι και ο μπαγλαμάς.
Τα δύο αυτά όργανα είναι γνωστά από παλιά. Στην Ελλάδα όμως ήρθαν μετά την καταστροφή των Ελλήνων στη Μικρά Ασία το 1923. Τότε οι Έλληνες που ζούσαν εκεί, ήρθαν και μείνανε εδώ στην Ελλάδα. Μαζί τους φτάσανε και οι ήχοι των δύο αυτών οργάνων.
Το μπουζούκι, το όργανο που έκανε διεθνώς γνωστή την ελληνική λαϊκή μουσική, ήρθε μαζί με το όνομά του (bozuk) από την Τουρκία.
Το Λαγούτο που είναι γνωστό και σαν λαβούτο ή λαούτο.
Έχει μεγάλο, αχλαδόσχημο ηχείο και μακρύ χέρι. Το λαγούτο είναι το όργανο που κρατάει το ρυθμό, συνοδεύοντας τους τραγουδιστές ή τους βιολιτζήδες και τους χορευτές. Σε όλη την Ελλάδα - ιδιαίτερα όμως στα νησιά ή στις παράλιες πόλεις είναι ο «αρχηγός», που τα μελωδικά όργανα θα κάνουν τις χιλιάδες όμορφες παραλλαγές τους και στολίσματα στα τραγούδια.
Το λαγούτο έπαιξε έναν σπουδαίο και σημαντικό ρόλο στην παγκόσμια ιστορία της μουσικής, για πολλά χρόνια (15ος - 18ος αιώνας).
Το Ούτι έχει κι αυτό μεγάλο αχλαδόσχημο ηχείο, το χέρι του όμως είναι πιο πλατύ από του λαγούτου και καταλήγει σχεδόν σε ορθή γωνία. Είναι το μόνο όργανο που δεν έχει τάστα.
Το σαντούρι που παίζεται ακουμπισμένο σε ένα τραπέζι, έχει χορδές που είναι τεντωμένες οριζόντια σε ένα κομμάτι ξύλο, πιασμένες από κάτι μικρά καρφάκια στην άκρη του οργάνου. Όταν οι οργανοπαίχτες περπατούν παίζοντας στα πανηγύρια και στους γάμους, τότε το κρεμάνε με ένα γερό πλατύ πετσί στο λαιμό τους για να είναι οριζόντιο μπροστά τους και να μπορούν να χτυπάνε τις χορδές με τις μπαγκέτες. Οι μπαγκέτες έχουν τη μια τους άκρη λυγισμένη λίγο. Αυτή η άκρη τυλίγεται σφιχτά με βαμβάκι ή δέρμα. Το ντυμένο άκρο της μπαγκέτας χτυπάει σαν σφυράκι πάνω στις χορδές. Ο οργανοπαίχτης παίζει βέβαια τις μελωδίες και με τα δυο του χέρια, δουλεύοντας τις μπαγκέτες πολύ γρήγορα.
Το κανονάκι ή ψαλτήριο έχει σχήμα ορθογώνιου τραπεζίου, με ανοιχτές τρύπες και όμορφα διακοσμητικά σχέδια. Μοιάζει με το σαντούρι. Για την κάθε νότα υπάρχουν τρεις χορδές, στο ίδιο ύψος και οι τρεις. Ο οργανοπαίχτης κάθεται και ακουμπά στα πόδια του το κανονάκι. Βάζει στους δείχτες των δύο χεριών του τις δαχτυλήθρες και εκεί στερεώνει τις πένες ή τα νύχια. Έτσι τσιμπάει με ακρίβεια τις χορδές που πρέπει.
Οι λύρες.
Δύο τύπους λύρας συναντάμε στην Ελλάδα: την κρητική ή νησιώτικη λύρα και την ποντιακή.
Το παίξιμο της κρητικής λύρας έχει μια πρωτοτυπία. Ο λυράρης δεν πιέζει τις χορδές με το δάχτυλο, αλλά ακουμπάει το νύχι του πλάι στην χορδή.
Το δοξάρι της λύρας έχει συνήθως στερεωμένα πάνω του μικρά κουδουνάκια που λέγονται γερακοκούδουνα και ηχούν κρατώντας τους ρυθμούς ανάλογα με την κίνηση του δοξαριού.
Το στόλισμα της λύρας που μπορεί να είναι σκαλισμένα σχήματα στην πλάτη της σκάφης, είναι πάντα μια ατέλειωτη πρόκληση στην έμπνευση των κατασκευαστών να την κάνουν πολύ όμορφη.
Ο κεμεντζές είναι η λύρα που παίζεται στον Πόντο. Σχεδόν πάντα παίζεται μόνη της χωρίς να χρειάζεται συνοδεία από άλλα όργανα. Ο εκτελεστής, τις περισσότερες φορές, την ακουμπάει στο αριστερό του πόδι.
Το βιολί, το κύριο μουσικό όργανο της συμφωνικής ορχήστρας, αλλά και μια δύσκολη τεχνική μελέτη για τα παιδιά ή για τα νεαρά άτομα που σπουδάζουν αυτό το όργανο στα ωδεία.
Οι περισσότεροι όμως λαϊκοί βιολιστές δεν έχουν σπουδάσει στα ωδεία. Έχουν μεγάλη βοήθεια το μουσικό τους ένστικτο, δηλαδή το σωστό αυτί, τη μουσική τους μνήμη, που θυμούνται χιλιάδες τραγούδια χωρίς να διαβάζουν νότες και τη χαρά να συμπαρασέρνουν τους τραγουδιστές και τους χορευτές στους πανηγυριώτικους χορούς.
Βέβαια, αυτοί οι μουσικοί δεν μπορούν να παίξουν άλλα είδη μουσικής, που χρειάζεται κανείς να ξέρει να διαβάζει νότες για να τα παίξει. Αλλά έτσι συμβαίνει στη μουσική, όπως συμβαίνει και στη ζωή μας. Κανένας δεν μπορεί να ξέρει να μας μιλήσει για τα πάντα. Έτσι κι ένας μουσικός δεν είναι υποχρεωμένος να παίζει όλα τα είδη μουσικής.
Οι λαϊκοί βιολιστές λοιπόν, μπορεί να μην έχουν την τεχνική ικανότητα των μουσικών της συμφωνικής ορχήστρας, όμως το βιολί τους στη λαϊκή δημοτική μουσική τραγουδάει σαν το πιο γλυκό αηδονάκι.
Το βιολί έχει τέσσερις χορδές που ο εκτελεστής τις χαϊδεύει με το δοξάρι, ένα ξύλινο ραβδάκι που στις άκρες του τεντώνονται τρίχες από ουρά αλόγου ή από συνθετικές ίνες.
(Το κείμενο προέρχεται από την ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.peemde.gr/portal/index.php?option=com_content&task=view&id=71&Itemid=36)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου